Anonymous

κιθαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῐθᾰρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[κίθαρις]]), [[παίζω]] την [[κιθάρα]], <i>φόρμιγγι κιθάριζε</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>λύρῃ ἐρατὸν κιθαρίζων</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· (έτσι ώστε δεν υπήρχε ιδιαίτερη [[διαφορά]] [[ανάμεσα]] στο [[κιθάρα]], [[λύρα]] και [[φόρμιγξ]])· <i>κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται</i>, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κῐθᾰρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[κίθαρις]]), [[παίζω]] την [[κιθάρα]], <i>φόρμιγγι κιθάριζε</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>λύρῃ ἐρατὸν κιθαρίζων</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· (έτσι ώστε δεν υπήρχε ιδιαίτερη [[διαφορά]] [[ανάμεσα]] στο [[κιθάρα]], [[λύρα]] και [[φόρμιγξ]])· <i>κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται</i>, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῐθᾰρίζω:''' играть (на струнном инструменте) (φόρμιγγι Hom., Hes.; λύρῃ HH; ἐν ταῖς κιθάραις NT): κ. οὐκ ἐπίσταται погов. Arph. играть он не умеет, т. е. он неучен; [[ὄνος]] κ. πειρώμενος погов. Luc. осел, пытающийся играть на кифаре.
}}
}}