Anonymous

κνέφας: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνέφας]], -ους και -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[σκότος]], [[σκοτάδι]]<br /><b>2.</b> το [[λυκόφως]], το [[σούρουπο]] ή η [[αυγή]], τα χαράματα (α. δύῃ τ' [[ἠέλιος]] καὶ ἐπὶ [[κνέφας]] ἱερὸν ἔλθη», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «πρῲ [[πάνυ]] τοῡ κνέφους», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>sep</i> «[[σκοτεινός]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ίσως ανάγονται και τα [[δνόφος]] / [[γνόφος]], [[ζόφος]], [[ψέφας]]. Οι φωνητικές διαφορές τους αποδίδονται σε γλωσσικό [[ταμπού]] και όλα συνδέονται με το αρχ. ινδ. <i>ksap</i> «[[νύχτα]]». Στην [[περίπτωση]] των [[κνέφας]], [[δνόφος]] / [[γνόφος]] δεν αποκλείεται [[συμφυρμός]] της εν λόγω ρίζας με το [[νέφος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κνέφας]] συνδέεται με το λατ. <i>creper</i> «[[σούρουπο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνεφάζω]], [[κνεφαίος]], [[κνεφώδης]]].
|mltxt=[[κνέφας]], -ους και -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[σκότος]], [[σκοτάδι]]<br /><b>2.</b> το [[λυκόφως]], το [[σούρουπο]] ή η [[αυγή]], τα χαράματα (α. δύῃ τ' [[ἠέλιος]] καὶ ἐπὶ [[κνέφας]] ἱερὸν ἔλθη», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «πρῲ [[πάνυ]] τοῡ κνέφους», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>sep</i> «[[σκοτεινός]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ίσως ανάγονται και τα [[δνόφος]] / [[γνόφος]], [[ζόφος]], [[ψέφας]]. Οι φωνητικές διαφορές τους αποδίδονται σε γλωσσικό [[ταμπού]] και όλα συνδέονται με το αρχ. ινδ. <i>ksap</i> «[[νύχτα]]». Στην [[περίπτωση]] των [[κνέφας]], [[δνόφος]] / [[γνόφος]] δεν αποκλείεται [[συμφυρμός]] της εν λόγω ρίζας με το [[νέφος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κνέφας]] συνδέεται με το λατ. <i>creper</i> «[[σούρουπο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνεφάζω]], [[κνεφαίος]], [[κνεφώδης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνέφᾰς:''' τό, δοτ. <i>κνέφᾳ</i>, [[αλλά]] επίσης γεν. <i>κνέφους</i>· δοτ. <i>κνέφεϊ</i> (όπως αν προερχόταν από το [[κνέφος]])·<br /><b class="num">1.</b> σκοτεινιά, απογευματινό [[σκοτείνιασμα]], [[σουρούπωμα]], [[λυκόφως]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, <i>τὸ κατὰ γῆς κν</i>., σε Ευρ..<br /><b class="num">2.</b> [[έπειτα]], το πρωινό [[ξημέρωμα]] ή [[λυκαυγές]], Λατ. [[diluculum]], <i>κνέφᾳ</i>, το [[πρωί]], τα χαράματα, σε Ξεν.
}}
}}