Anonymous

κατασκώπτω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασκώπτω]] (AM)<br />[[περιγελώ]], [[εμπαίζω]] κάποιον.
|mltxt=[[κατασκώπτω]] (AM)<br />[[περιγελώ]], [[εμπαίζω]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασκώπτω:''' μέλ. <i>-σκώψομαι</i>, κάνω αστεία εις [[βάρος]] κάποιου, [[αστειεύομαι]], [[κοροϊδεύω]], σε Ηρόδ.
}}
}}