Anonymous

κόρη: Difference between revisions

From LSJ
1,441 bytes added ,  30 December 2018
5
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[κόρη]], Α ιων. τ. [[κούρη]], δωρ. και αιολ. τ. [[κόρα]], δωρ. τ. και [[κώρα]])<br /><b>1.</b> [[θυγατέρα]], το [[παιδί]] θηλυκού γένους, το [[κορίτσι]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[αγόρι]] (α. «έχει [[τρεις]] κόρες κι έναν γιο» β. «η [[κόρη]] του σπουδάζει στην Αγγλία» γ. «ἀσκήσεων ἀρρένων καὶ θηλειῶν κορῶν», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «Διὸς [[κόρη]]» — η Αθηνά, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρθένα]] (α. «[[τρεις]] μήνες παντρεμένη κι [[είναι]] [[ακόμα]] [[κόρη]]» β. «κόρην γάρ, [[οἶμαι]], δ' οὐκέτ', ἀλλ' ἐζευγμένην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> νέα [[γυναίκα]], [[κοπέλα]] (α. «[[τώρα]] που τούτη η [[κόρη]] φαίνεται, το [[χόρτο]] γένεται άνθι απαλό», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[Τρωάδες]] κόραι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>αρχ.</b> [[τύπος]] αγάλματος της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, χαρακτηριστικού της αρχαϊκής περιόδου, που παριστάνει όρθια ντυμένη γυναικεία [[μορφή]] η οποία [[συνήθως]] με το ένα [[χέρι]] στο [[στήθος]] ή προτεταμένο κρατά ένα [[πουλί]] ή έναν καρπό και με το [[άλλο]] σηκώνει [[ελαφρά]] τα ενδύματά της<br /><b>5.</b> το [[άνοιγμα]] στο [[κέντρο]] της ίριδας του ματιού [[μέσα]] από το οποίο περνούν οι φωτεινές ακτίνες [[προς]] τον κρυσταλλοειδή φακό («ὃ δὴ καὶ κόρην καλοῡμεν,...[[εἴδωλον]] ὄν τι τοῡ ἐμβλέποντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ως κόρην οφθαλμού» — με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] και [[στοργή]], ως το πολυτιμότερο [[πράγμα]]<br />(νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[αρχοντοπούλα]]<br /><b>2.</b> η αγαπημένη<br /><b>3.</b> η [[Παναγία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />νεαρή [[σύζυγος]], νιόπαντρη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγαλμα]] νεαρής γυναίκας<br /><b>2.</b> μακρύ [[μανίκι]] που κάλυπτε όλο το [[χέρι]] και εκτεινόταν και [[πέρα]] απ' αυτό («ὅτι αὐτᾦ ἀπαντῶντες οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῑρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] θάμνου, το υπέρεικον<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αποικία]]<br />β) [[πλοίο]] που διαπλέει τη [[θάλασσα]] για πρώτη [[φορά]]<br /><b>5.</b> [[κούκλα]], πλαγγόνα<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> η αττική [[δραχμή]], [[επειδή]] απεικόνιζε [[κεφαλή]] της Αθηνάς<br /><b>7.</b> [[προσωνυμία]] παρθένων θεαινών ή [[νυμφών]] ανεξάρτητα από [[ηλικία]]<br /><b>8.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Κόρη</i><br />(στην Αττική) η [[κόρη]] της Δήμητρος, η [[Περσεφόνη]] («τὰ Δήμητρος καὶ κόρης ἄρρητα [[ἱερά]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> (στους κωμικούς) «Δήμητρος [[κόρη]]» ή «Δηοῡς [[κόρη]]» — το [[αλεύρι]] («μεμαγμένη Δήμητρος [[κόρη]]», Εύβουλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[κόρος]]. Η [[κόρη]] του ματιού ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] σ' αυτήν διακρίνεται το οπτικό [[είδωλο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοράσι]](<i>ον</i>), [[κορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοραίος]], [[κόρειος]], [[κορεύομαι]], [[κορίδιον]], <i>κορίλλα</i>, <i>Κόριννα</i>, [[κόριον]], [[κορίσκη]], [[κορύδιον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κορίζομαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κορίτσι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>Κοράγια</i>, [[Κοραγοί]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[τετρακόρη]], [[ψευδοκόρη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβοκόρη]], [[αρχοντοκόρη]], <i>βασιλοκόρη</i>, [[γεροντοκόρη]], <i>διαβολοκόρη</i>, <i>λεβεντοκόρη</i>, [[μοναχοκόρη]], [[παρακόρη]], <i>ρηγοκόρη</i>, <i>τρελοκόρη</i>, [[ψυχοκόρη]]].
|mltxt=η (ΑM [[κόρη]], Α ιων. τ. [[κούρη]], δωρ. και αιολ. τ. [[κόρα]], δωρ. τ. και [[κώρα]])<br /><b>1.</b> [[θυγατέρα]], το [[παιδί]] θηλυκού γένους, το [[κορίτσι]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[αγόρι]] (α. «έχει [[τρεις]] κόρες κι έναν γιο» β. «η [[κόρη]] του σπουδάζει στην Αγγλία» γ. «ἀσκήσεων ἀρρένων καὶ θηλειῶν κορῶν», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «Διὸς [[κόρη]]» — η Αθηνά, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρθένα]] (α. «[[τρεις]] μήνες παντρεμένη κι [[είναι]] [[ακόμα]] [[κόρη]]» β. «κόρην γάρ, [[οἶμαι]], δ' οὐκέτ', ἀλλ' ἐζευγμένην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> νέα [[γυναίκα]], [[κοπέλα]] (α. «[[τώρα]] που τούτη η [[κόρη]] φαίνεται, το [[χόρτο]] γένεται άνθι απαλό», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[Τρωάδες]] κόραι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>αρχ.</b> [[τύπος]] αγάλματος της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, χαρακτηριστικού της αρχαϊκής περιόδου, που παριστάνει όρθια ντυμένη γυναικεία [[μορφή]] η οποία [[συνήθως]] με το ένα [[χέρι]] στο [[στήθος]] ή προτεταμένο κρατά ένα [[πουλί]] ή έναν καρπό και με το [[άλλο]] σηκώνει [[ελαφρά]] τα ενδύματά της<br /><b>5.</b> το [[άνοιγμα]] στο [[κέντρο]] της ίριδας του ματιού [[μέσα]] από το οποίο περνούν οι φωτεινές ακτίνες [[προς]] τον κρυσταλλοειδή φακό («ὃ δὴ καὶ κόρην καλοῡμεν,...[[εἴδωλον]] ὄν τι τοῡ ἐμβλέποντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ως κόρην οφθαλμού» — με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] και [[στοργή]], ως το πολυτιμότερο [[πράγμα]]<br />(νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[αρχοντοπούλα]]<br /><b>2.</b> η αγαπημένη<br /><b>3.</b> η [[Παναγία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />νεαρή [[σύζυγος]], νιόπαντρη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγαλμα]] νεαρής γυναίκας<br /><b>2.</b> μακρύ [[μανίκι]] που κάλυπτε όλο το [[χέρι]] και εκτεινόταν και [[πέρα]] απ' αυτό («ὅτι αὐτᾦ ἀπαντῶντες οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῑρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] θάμνου, το υπέρεικον<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αποικία]]<br />β) [[πλοίο]] που διαπλέει τη [[θάλασσα]] για πρώτη [[φορά]]<br /><b>5.</b> [[κούκλα]], πλαγγόνα<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> η αττική [[δραχμή]], [[επειδή]] απεικόνιζε [[κεφαλή]] της Αθηνάς<br /><b>7.</b> [[προσωνυμία]] παρθένων θεαινών ή [[νυμφών]] ανεξάρτητα από [[ηλικία]]<br /><b>8.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Κόρη</i><br />(στην Αττική) η [[κόρη]] της Δήμητρος, η [[Περσεφόνη]] («τὰ Δήμητρος καὶ κόρης ἄρρητα [[ἱερά]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> (στους κωμικούς) «Δήμητρος [[κόρη]]» ή «Δηοῡς [[κόρη]]» — το [[αλεύρι]] («μεμαγμένη Δήμητρος [[κόρη]]», Εύβουλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[κόρος]]. Η [[κόρη]] του ματιού ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] σ' αυτήν διακρίνεται το οπτικό [[είδωλο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοράσι]](<i>ον</i>), [[κορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοραίος]], [[κόρειος]], [[κορεύομαι]], [[κορίδιον]], <i>κορίλλα</i>, <i>Κόριννα</i>, [[κόριον]], [[κορίσκη]], [[κορύδιον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κορίζομαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κορίτσι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>Κοράγια</i>, [[Κοραγοί]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[τετρακόρη]], [[ψευδοκόρη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβοκόρη]], [[αρχοντοκόρη]], <i>βασιλοκόρη</i>, [[γεροντοκόρη]], <i>διαβολοκόρη</i>, <i>λεβεντοκόρη</i>, [[μοναχοκόρη]], [[παρακόρη]], <i>ρηγοκόρη</i>, <i>τρελοκόρη</i>, [[ψυχοκόρη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κόρη:''' ἡ, [[σπανίως]] κόρᾱ, [[ακόμα]] και στην Αττ.· Ιων. [[κούρη]], Δωρ. [[κώρα]]· θηλ. του [[κόρος]], [[κοῦρος]].<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[παρθένος]], ανύπανδρη [[κοπέλα]], [[δεσποινίδα]], Λατ. [[puella]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[νύφη]], νιόπαντρη, σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[κόρη]], κοῦραι [[Διός]], σε Ομήρ. Ιλ.· κ. [[Διός]], λέγεται για την Αθηνά, σε Αισχύλ.· στην κλητ. <i>[[κούρα]]</i>, [[κόρη]] μου, στον ίδ., σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> η [[κόρη]] του ματιού, Λατ. [[pupula]], [[επειδή]] [[εκεί]] μέσα εμφανίζεται μια μικρή [[εικόνα]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> μακρύ [[μανίκι]] που καλύπτει όλο το [[χέρι]], σε Ξεν. <b>Β.[[Κόρη]]</b>, Δωρ. [[Κόρα]], Ιων. Κούρη, ἡ, η [[Κόρη]], η [[κόρη]] (της Δήμητρας), όνομα με το οποίο λατρευόταν η [[Περσεφόνη]] στην Αττική, <i>τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[Δημήτηρ]] καὶ [[Κόρη]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}