Anonymous

κερδαλέος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κερδαλέος]], -α, -ον, θηλ. και [[κερδαλέη]] και κερδαλή) [[κέρδος]]<br />αυτός που αποφέρει [[κέρδος]], [[επωφελής]], [[επικερδής]] («τὰς τ' ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας [[πρός]] τον μάντιν κατεροῡσιν». <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]], [[πονηρός]], [[κατεργάρης]] («[[κερδαλέος]] κ' εἴη καὶ [[ἐπίκλοπος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[κερδαλέη]] και <i>κερδαλῆ</i><br />α) η [[αλεπού]] («τῇ [[λεοντή]] τὴν κερδαλῆν ἐγκρύπτειν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br />β) το [[δέρμα]] της αλεπούς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κερδαλέως</i> (Α)<br />επωφελώς, με [[κέρδος]], με [[ωφέλεια]], ιδιοτελώς («Ἀθηναίους ἑλόμενοι δικαίως μᾱλλον ἢ ὑμᾱς κερδαλέως» — [[επειδή]] προτιμήσαμε [[μάλλον]] τους Αθηναίους σύμφωνα με το [[δίκαιο]] [[παρά]] εσάς σύμφωνα με το [[συμφέρον]] μας, <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-α, -ο (Α [[κερδαλέος]], -α, -ον, θηλ. και [[κερδαλέη]] και κερδαλή) [[κέρδος]]<br />αυτός που αποφέρει [[κέρδος]], [[επωφελής]], [[επικερδής]] («τὰς τ' ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας [[πρός]] τον μάντιν κατεροῡσιν». <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]], [[πονηρός]], [[κατεργάρης]] («[[κερδαλέος]] κ' εἴη καὶ [[ἐπίκλοπος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[κερδαλέη]] και <i>κερδαλῆ</i><br />α) η [[αλεπού]] («τῇ [[λεοντή]] τὴν κερδαλῆν ἐγκρύπτειν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br />β) το [[δέρμα]] της αλεπούς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κερδαλέως</i> (Α)<br />επωφελώς, με [[κέρδος]], με [[ωφέλεια]], ιδιοτελώς («Ἀθηναίους ἑλόμενοι δικαίως μᾱλλον ἢ ὑμᾱς κερδαλέως» — [[επειδή]] προτιμήσαμε [[μάλλον]] τους Αθηναίους σύμφωνα με το [[δίκαιο]] [[παρά]] εσάς σύμφωνα με το [[συμφέρον]] μας, <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κερδᾰλέος:''' -α, -ον ([[κέρδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]], [[ποικίλος]], [[ευφυής]], σε Όμηρ.· λέγεται για την [[αλεπού]], σε Αρχίλ. [[παρά]] Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]], <i>κερδαλεώτερον</i>, σε Ηρόδ.· τὸ κ. = [[κέρδος]], σε Αισχύλ., Θουκ.· επίρρ. -[[λέως]], προς [[ωφέλεια]] κάποιου, σε Θουκ.
}}
}}