Anonymous

κερδαλέος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερδᾰλέος:''' -α, -ον ([[κέρδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]], [[ποικίλος]], [[ευφυής]], σε Όμηρ.· λέγεται για την [[αλεπού]], σε Αρχίλ. [[παρά]] Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]], <i>κερδαλεώτερον</i>, σε Ηρόδ.· τὸ κ. = [[κέρδος]], σε Αισχύλ., Θουκ.· επίρρ. -[[λέως]], προς [[ωφέλεια]] κάποιου, σε Θουκ.
|lsmtext='''κερδᾰλέος:''' -α, -ον ([[κέρδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]], [[ποικίλος]], [[ευφυής]], σε Όμηρ.· λέγεται για την [[αλεπού]], σε Αρχίλ. [[παρά]] Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[επικερδής]], [[ωφέλιμος]], <i>κερδαλεώτερον</i>, σε Ηρόδ.· τὸ κ. = [[κέρδος]], σε Αισχύλ., Θουκ.· επίρρ. -[[λέως]], προς [[ωφέλεια]] κάποιου, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κερδαλέος -α -ον [κέρδος] Ion. f. -έη; comp -ώτερος, superl. -ώτατος, ook κερδίων en κέρδιστος op voordeel gericht, slim, sluw:. βουλῆς... κερδαλέης een slim plan Il. 10.44; μειλίχιον καὶ κερδαλέον... μῦθον een vriendelijk en slim woord Od. 6.148. voordelig, nuttig (van zaken);; ἐμπορίαι κερδαλέαι lucratieve handeltjes Aristoph. Av. 594; subst. τὸ κερδαλέον voordeel, profijt; adv. κερδαλέως voor eigen voordeel.
}}
}}