3,277,020
edits
(20) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κλυτός]], -ή, -όν, Α θηλ. και [[κλυτός]]) [[κλύω]]<br />[[περίφημος]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]] (α. «κλυτόν ἀμφ' Ὀδυσσῆα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο)<br />καλοθρεμμένο, [[ωραίο]] («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» — άρμεγε ευτραφή πρόβατα, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]] («κλυτὸν [[ἄλσος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευχάριστος]], [[ευάρεστος]] («πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] άψογα κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος («κλυτὰ τεύχεα», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κλυτός]], -ή, -όν, Α θηλ. και [[κλυτός]]) [[κλύω]]<br />[[περίφημος]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]] (α. «κλυτόν ἀμφ' Ὀδυσσῆα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο)<br />καλοθρεμμένο, [[ωραίο]] («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» — άρμεγε ευτραφή πρόβατα, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]] («κλυτὸν [[ἄλσος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευχάριστος]], [[ευάρεστος]] («πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] άψογα κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος («κλυτὰ τεύχεα», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλῠτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[κλύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ακουστός]], δηλ. [[γνωστός]], [[διάσημος]], [[ένδοξος]], [[περίφημος]], λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, «ευγενικά», εξαιρετικά, αριστοκρατικά, εξαίσια, στον ίδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |