3,274,913
edits
(20) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κίων]])<br /><b>βλ.</b> [[κίονας]]. | |mltxt=ο (AM [[κίων]])<br /><b>βλ.</b> [[κίονας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κίων:''' [ῑ], -ονος, ὁ ή ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κολόνα]], [[στύλος]], Λατ. [[columna]], σε Ομήρ. Οδ.· [[στύλος]] μαστιγώματος, σε Σοφ., Αισχίν.· παροιμ., <i>ἔσθιε τοὺς Μεγακλέους [[κίονας]]</i>, <i>«</i>έφαγε τους κίονες της αυλής του», εφόσον υπήρξε [[σπάταλος]], δεν είχε [[τίποτα]] [[άλλο]] να δώσει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., οι κίονες που φρουρούσε ο Άτλας, και κρατούσαν [[χωριστά]] τη γη από τον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ενώ στον Ηρόδ. το [[βουνό]] Άτλας είναι ὁ [[κίων]] τοῦ οὐρανοῦ.<br /><b class="num">II.</b> επιτύμβια [[στήλη]], [[κίονας]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |