Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κίων: Difference between revisions

From LSJ
1,054 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κίων:''' [ῑ], -ονος, ὁ ή ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κολόνα]], [[στύλος]], Λατ. [[columna]], σε Ομήρ. Οδ.· [[στύλος]] μαστιγώματος, σε Σοφ., Αισχίν.· παροιμ., <i>ἔσθιε τοὺς Μεγακλέους [[κίονας]]</i>, <i>«</i>έφαγε τους κίονες της αυλής του», εφόσον υπήρξε [[σπάταλος]], δεν είχε [[τίποτα]] [[άλλο]] να δώσει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., οι κίονες που φρουρούσε ο Άτλας, και κρατούσαν [[χωριστά]] τη γη από τον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ενώ στον Ηρόδ. το [[βουνό]] Άτλας είναι ὁ [[κίων]] τοῦ οὐρανοῦ.<br /><b class="num">II.</b> επιτύμβια [[στήλη]], [[κίονας]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κίων:''' [ῑ], -ονος, ὁ ή ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κολόνα]], [[στύλος]], Λατ. [[columna]], σε Ομήρ. Οδ.· [[στύλος]] μαστιγώματος, σε Σοφ., Αισχίν.· παροιμ., <i>ἔσθιε τοὺς Μεγακλέους [[κίονας]]</i>, <i>«</i>έφαγε τους κίονες της αυλής του», εφόσον υπήρξε [[σπάταλος]], δεν είχε [[τίποτα]] [[άλλο]] να δώσει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., οι κίονες που φρουρούσε ο Άτλας, και κρατούσαν [[χωριστά]] τη γη από τον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ενώ στον Ηρόδ. το [[βουνό]] Άτλας είναι ὁ [[κίων]] τοῦ οὐρανοῦ.<br /><b class="num">II.</b> επιτύμβια [[στήλη]], [[κίονας]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κίων:''' ονος (ῑ) ἡ и ὁ<br /><b class="num">1)</b> столб, колонна (κίονες [[ὑψόσε]] ἔχοντες Hom.; κ. ἑρκείου στέγης Soph.; ὑπερείδων τὴν ὀροφὴν κ. Plut.): Ἡρακλέος κίονες Pind. (чаще στῆλαι) Геракловы столпы (ныне Гибралтарский пролив); κ. [[οὐρανία]] Pind. небесный столб (о подпирающей небо Этне), ἔσθιε ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας Arph. пойди, поешь столбы (в доме) Мегакла, т. е. у Мегакла ничего не осталось, кроме столбов его дома;<br /><b class="num">2)</b> (= [[στήλη]]) могильный столб, памятник (ὑπὸ κίονα κεῖσθαι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> анат. язычок (мягкого неба) Arst.;<br /><b class="num">4)</b> «столб» (вид метеора) Plut.
}}
}}