Anonymous

κορυφή: Difference between revisions

From LSJ
1,031 bytes added ,  30 December 2018
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κορφή]], η (ΑM [[κορυφή]], Α δωρ. τ. κορυφά, Μ και [[κορφή]])<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[σημείο]] του κεφαλιού του ανθρώπου και τών ζώων (α. «από την [[κορφή]] ώς τα νύχια» β. «τὸ δὲ μεταξὺ ὀφθαλμοῡ και ὠτὸς καὶ κορυφής καλεῑται [[κρόταφος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το ανώτατο [[σημείο]] οποιουδήποτε πράγματος (α. «η [[κορυφή]] του βουνού» β. «Αίτνας μελάμφυλλοι κορυφαί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[κάθε]] ψηλό [[μέρος]] (α. «ο [[ήλιος]] βρίσκεται στην [[κορυφή]] του» β. «κατὰ κορυφὴν ἐσβάλειν ἐς τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σημείο]] σχήματος ή στερεού που απέχει από τη [[βάση]] περισσότερο από όλα τά άλλα (α. «[[κορυφή]] γωνίας» — το [[σημείο]] συνάντησης τών δύο πλευρών της γωνίας<br />β. «[[κορυφή]] καμπύλης» — [[σημείο]] της καμπύλης στο οποίο παρατηρείται η μέγιστη ή η ελάχιστη [[καμπυλότητα]]<br />γ. «[[κορυφή]] κώνου» — το [[σημείο]] από το οποίο αναχωρούν όλες οι γενέτειρες ή οι πλευρές του κώνου<br />δ. «[[κορυφή]] πολυγώνου» — το [[σημείο]] συνάντησης δύο συνεχόμενων πλευρών πολυγώνου<br />ε. «[[κορυφή]] πυραμίδας» — το [[σημείο]] σύγκλισης τών παράπλευρων εδρών πυραμίδας<br />στ. «[[κορυφή]] τριγώνου» — το κοινό [[σημείο]] δύο πλευρών τριγώνου<br />ζ. «τὸ μέν ὅλον ἀπετελέσθη [[σχῆμα]] τῆς τάξεως [[ἔμβολον]], οὗ τὸ μὲν ἐπὶ τὴν κορυφήν [[μέρος]] ἦν κοῑλον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[τρυφερός]] [[βλαστός]] φυτού που βρίσκεται στο άνω [[άκρο]] του, η [[κορφάδα]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο [[σημείο]], ο εξέχων, ο [[άριστος]], ο [[κορυφαίος]] (α. «αυτός ο [[γιατρός]] ήταν [[κορυφή]]» β. «η [[κορυφή]] της Εκκλησίας» — ο [[Χριστός]])<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] κορυφήν γωνίες» — δύο γωνίες που έχουν [[κοινή]] [[κορυφή]] και οι πλευρές της μιας [[είναι]] προεκτάσεις τών πλευρών της άλλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ανθόγαλα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] του γάλακτος, το [[αφρόγαλα]], το [[καϊμάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] που αποδίδεται στη μέγιστη [[τιμή]] την οποία λαμβάνει χρονικά μεταβαλλόμενο [[μέγεθος]] [[μέσα]] σε ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας [[φοινικίδες]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) [[υψηλότητα]], [[μεγαλειότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἁγία [[κορυφή]]» ή «[[θεία]] [[κορυφή]]» — το ανώτατο [[σημείο]] του όρους [[Σινά]]<br />β) «[[κατά]] κορυφῆς» — κατακόρυφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η υπέρτατη [[αρχή]], η [[εξουσία]] («κορυφᾱ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾱγμα τέλειον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το πιο εκλεκτό, το έξοχο, το τέλειο («ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[οστό]] του κόκκυγα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[απόστημα]]<br /><b>4.</b> η κρίσιμη [[κατάσταση]] («τοῡ πάθεος κορυφὴν ἴσχοντος ἤδη», Αρετ.)<br /><b>5.</b> το κύριο [[θέμα]], η [[υπόθεση]] («[[ἔρχομαι]] γὰρ ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κορυφαί</i><br />τα [[άκρα]] τών δακτύλων<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «λόγων κορυφαί» — η [[κορωνίδα]], το [[τέλος]] τών λόγων («ἵνα δὲ κορυφὴν ὁ [[λόγος]] ἐπιθεὶς ἑαυτῷ παύσηται», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) «λόγων κορυφὰν ὀρθάν» — η ορθή [[σημασία]] τών λόγων (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων» — πηδώντας από το ένα [[θέμα]] στο [[άλλο]] <b>(Εμπ.)</b><br />δ) «[[κατά]] κορυφήν» — κατακόρυφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κορυφή]] / [[κόρυφος]] εμφανίζει θ. <i>κορυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]») και [[επίθημα]] -<i>φη</i> / -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόλαφος]]) συνδεόμενη με τη λ. [[κόρυμβος]]. Ο τ. [[κορφή]] προήλθε με σίγηση του -<i>υ</i>- [[μετά]] από [[υγρό]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[περιβόλι]]: [[περβόλι]]).Παράγωγα και [[σύνθετα]] του [[κορυφή]] (και [[κορφή]]):<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κορύφαινα]], [[κορυφαίος]], [[κορυφάς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κορυφήνδε]], [[κορυφιστήρ]], [[κορυφιστής]], [[κορυφώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κορύπτω]], [[κορυφώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κορυφιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορυφώνω]], [[κορφάδα]], [[κορφιάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κορυφαγενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορυφογραμμή]], [[κορυφολόγος]], [[κορυφοτομία]], [[κορφοβούνι]], [[κορφοδιάσελο]], [[κορφολάτης]], [[κορφολόγος]], [[κορφοπάτης]], [[κορφοπλάτωμα]], [[κορφοστεφανώνω]], [[κορφόφυλλο]]. (Β συνθετικό) [[ακόρυφος]], [[δικόρυφος]], [[τρικόρυφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευκόρυφος]], [[ισοκόρυφος]], [[μεγαλοκόρυφος]], [[μελαγκόρυφος]], [[συγκόρυφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμβλυοκόρυφος</i>, [[γωνιοκόρυφος]], [[κατακόρυφος]], [[οξυκόρυφος]], <i>πολυκόρυφος</i>, [[υψικόρυφος]], [[βουνοκορφή]], <i>βραχοκορφή</i>, <i>δεντροκορφή</i>, <i>ψηλοκορφή</i>].
|mltxt=και [[κορφή]], η (ΑM [[κορυφή]], Α δωρ. τ. κορυφά, Μ και [[κορφή]])<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[σημείο]] του κεφαλιού του ανθρώπου και τών ζώων (α. «από την [[κορφή]] ώς τα νύχια» β. «τὸ δὲ μεταξὺ ὀφθαλμοῡ και ὠτὸς καὶ κορυφής καλεῑται [[κρόταφος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το ανώτατο [[σημείο]] οποιουδήποτε πράγματος (α. «η [[κορυφή]] του βουνού» β. «Αίτνας μελάμφυλλοι κορυφαί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[κάθε]] ψηλό [[μέρος]] (α. «ο [[ήλιος]] βρίσκεται στην [[κορυφή]] του» β. «κατὰ κορυφὴν ἐσβάλειν ἐς τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σημείο]] σχήματος ή στερεού που απέχει από τη [[βάση]] περισσότερο από όλα τά άλλα (α. «[[κορυφή]] γωνίας» — το [[σημείο]] συνάντησης τών δύο πλευρών της γωνίας<br />β. «[[κορυφή]] καμπύλης» — [[σημείο]] της καμπύλης στο οποίο παρατηρείται η μέγιστη ή η ελάχιστη [[καμπυλότητα]]<br />γ. «[[κορυφή]] κώνου» — το [[σημείο]] από το οποίο αναχωρούν όλες οι γενέτειρες ή οι πλευρές του κώνου<br />δ. «[[κορυφή]] πολυγώνου» — το [[σημείο]] συνάντησης δύο συνεχόμενων πλευρών πολυγώνου<br />ε. «[[κορυφή]] πυραμίδας» — το [[σημείο]] σύγκλισης τών παράπλευρων εδρών πυραμίδας<br />στ. «[[κορυφή]] τριγώνου» — το κοινό [[σημείο]] δύο πλευρών τριγώνου<br />ζ. «τὸ μέν ὅλον ἀπετελέσθη [[σχῆμα]] τῆς τάξεως [[ἔμβολον]], οὗ τὸ μὲν ἐπὶ τὴν κορυφήν [[μέρος]] ἦν κοῑλον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[τρυφερός]] [[βλαστός]] φυτού που βρίσκεται στο άνω [[άκρο]] του, η [[κορφάδα]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο [[σημείο]], ο εξέχων, ο [[άριστος]], ο [[κορυφαίος]] (α. «αυτός ο [[γιατρός]] ήταν [[κορυφή]]» β. «η [[κορυφή]] της Εκκλησίας» — ο [[Χριστός]])<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] κορυφήν γωνίες» — δύο γωνίες που έχουν [[κοινή]] [[κορυφή]] και οι πλευρές της μιας [[είναι]] προεκτάσεις τών πλευρών της άλλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ανθόγαλα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] του γάλακτος, το [[αφρόγαλα]], το [[καϊμάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] που αποδίδεται στη μέγιστη [[τιμή]] την οποία λαμβάνει χρονικά μεταβαλλόμενο [[μέγεθος]] [[μέσα]] σε ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας [[φοινικίδες]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) [[υψηλότητα]], [[μεγαλειότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἁγία [[κορυφή]]» ή «[[θεία]] [[κορυφή]]» — το ανώτατο [[σημείο]] του όρους [[Σινά]]<br />β) «[[κατά]] κορυφῆς» — κατακόρυφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η υπέρτατη [[αρχή]], η [[εξουσία]] («κορυφᾱ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾱγμα τέλειον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το πιο εκλεκτό, το έξοχο, το τέλειο («ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[οστό]] του κόκκυγα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[απόστημα]]<br /><b>4.</b> η κρίσιμη [[κατάσταση]] («τοῡ πάθεος κορυφὴν ἴσχοντος ἤδη», Αρετ.)<br /><b>5.</b> το κύριο [[θέμα]], η [[υπόθεση]] («[[ἔρχομαι]] γὰρ ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κορυφαί</i><br />τα [[άκρα]] τών δακτύλων<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «λόγων κορυφαί» — η [[κορωνίδα]], το [[τέλος]] τών λόγων («ἵνα δὲ κορυφὴν ὁ [[λόγος]] ἐπιθεὶς ἑαυτῷ παύσηται», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) «λόγων κορυφὰν ὀρθάν» — η ορθή [[σημασία]] τών λόγων (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων» — πηδώντας από το ένα [[θέμα]] στο [[άλλο]] <b>(Εμπ.)</b><br />δ) «[[κατά]] κορυφήν» — κατακόρυφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κορυφή]] / [[κόρυφος]] εμφανίζει θ. <i>κορυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]») και [[επίθημα]] -<i>φη</i> / -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόλαφος]]) συνδεόμενη με τη λ. [[κόρυμβος]]. Ο τ. [[κορφή]] προήλθε με σίγηση του -<i>υ</i>- [[μετά]] από [[υγρό]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[περιβόλι]]: [[περβόλι]]).Παράγωγα και [[σύνθετα]] του [[κορυφή]] (και [[κορφή]]):<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κορύφαινα]], [[κορυφαίος]], [[κορυφάς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κορυφήνδε]], [[κορυφιστήρ]], [[κορυφιστής]], [[κορυφώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κορύπτω]], [[κορυφώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κορυφιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορυφώνω]], [[κορφάδα]], [[κορφιάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κορυφαγενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορυφογραμμή]], [[κορυφολόγος]], [[κορυφοτομία]], [[κορφοβούνι]], [[κορφοδιάσελο]], [[κορφολάτης]], [[κορφολόγος]], [[κορφοπάτης]], [[κορφοπλάτωμα]], [[κορφοστεφανώνω]], [[κορφόφυλλο]]. (Β συνθετικό) [[ακόρυφος]], [[δικόρυφος]], [[τρικόρυφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευκόρυφος]], [[ισοκόρυφος]], [[μεγαλοκόρυφος]], [[μελαγκόρυφος]], [[συγκόρυφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμβλυοκόρυφος</i>, [[γωνιοκόρυφος]], [[κατακόρυφος]], [[οξυκόρυφος]], <i>πολυκόρυφος</i>, [[υψικόρυφος]], [[βουνοκορφή]], <i>βραχοκορφή</i>, <i>δεντροκορφή</i>, <i>ψηλοκορφή</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορῠφή:''' ἡ ([[κόρυς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κεφάλι]], [[κορυφή]], ανώτατο [[σημείο]], απ' όπου·<br /><b class="num">1.</b> η [[κορυφή]] ή το πάνω [[μέρος]] του κεφαλιού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η [[κορυφή]], το υψηλότερο [[σημείο]] του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., το ύψιστο [[σημείο]], Λατ. [[summa]], παντὸς [[ἔχει]] κορυφάν, είναι το καλύτερο απ' όλα, σε Πίνδ.· <i>κορυφὰ λόγων προτέρων</i>, η [[ουσία]], η αληθινή [[σημασία]] των παλιών μύθων, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> το ύψος ή η [[εξοχότητα]] κάποιου πράγματος, δηλ. το εκλεκτότερο, ευγενέστερο, άριστο, στον ίδ.
}}
}}