Anonymous

κορυφή: Difference between revisions

From LSJ
1,482 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορῠφή:''' ἡ ([[κόρυς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κεφάλι]], [[κορυφή]], ανώτατο [[σημείο]], απ' όπου·<br /><b class="num">1.</b> η [[κορυφή]] ή το πάνω [[μέρος]] του κεφαλιού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η [[κορυφή]], το υψηλότερο [[σημείο]] του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., το ύψιστο [[σημείο]], Λατ. [[summa]], παντὸς [[ἔχει]] κορυφάν, είναι το καλύτερο απ' όλα, σε Πίνδ.· <i>κορυφὰ λόγων προτέρων</i>, η [[ουσία]], η αληθινή [[σημασία]] των παλιών μύθων, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> το ύψος ή η [[εξοχότητα]] κάποιου πράγματος, δηλ. το εκλεκτότερο, ευγενέστερο, άριστο, στον ίδ.
|lsmtext='''κορῠφή:''' ἡ ([[κόρυς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κεφάλι]], [[κορυφή]], ανώτατο [[σημείο]], απ' όπου·<br /><b class="num">1.</b> η [[κορυφή]] ή το πάνω [[μέρος]] του κεφαλιού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η [[κορυφή]], το υψηλότερο [[σημείο]] του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., το ύψιστο [[σημείο]], Λατ. [[summa]], παντὸς [[ἔχει]] κορυφάν, είναι το καλύτερο απ' όλα, σε Πίνδ.· <i>κορυφὰ λόγων προτέρων</i>, η [[ουσία]], η αληθινή [[σημασία]] των παλιών μύθων, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> το ύψος ή η [[εξοχότητα]] κάποιου πράγματος, δηλ. το εκλεκτότερο, ευγενέστερο, άριστο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠφή:''' дор. [[κορυφά|κορῠφά]] (ᾱ) ἡ (эп.-ион. dat. pl. κορυφῆσι)<br /><b class="num">1)</b> верхняя часть головы, макушка (Hom., Her.; [[μέσον]] ἰνίου καὶ βρέγματος κ., sc. ἐστίν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> вершина, верхушка (οὔρεος, Ἴδης Hom.; Καυκάσου Arst.);<br /><b class="num">3)</b> высшая точка: τὸ κατὰ κορυφὴν [[σημεῖον]] Plut. зенит;<br /><b class="num">4)</b> мат. вершина (τοῦ κώνου Arst.);<br /><b class="num">5)</b> перен. верх, совершенство (κορυφαὶ [[πολίων]] Pind.): παντὸς ἔχειν κορυφάν Pind. быть лучшим из всех; κ. ἀέθλων Pind. важнейшие из состязаний (т. е. Олимпийские);<br /><b class="num">6)</b> основной смысл, сущность, суть (λόγων προτέρων Pind. - ср. 8): [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν [[εἴρηκα]] Plat. перехожу к сути того, что я сказал;<br /><b class="num">7)</b> высшая власть ([[Διός]] Aesch.);<br /><b class="num">8)</b> завершение, итог (λόγων κορυφαί Pind. - ср. 6): τὴν κορυφὴν ἐπιτιθέναι Plut. завершать, заканчивать.
}}
}}