Anonymous

κυμινοπρίστης: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυμινοπρίστης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που από [[φιλαργυρία]] πριονίζει, τεμαχίζει το [[κύμινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (και ως επίθ.) [[φιλάργυρος]], [[τσιγγούνης]], [[σπαγγοραμμένος]] («[[κυμινοπρίστης]] ὁ [[τρόπος]] ἐστί σου [[πάλαι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμινον]] <span style="color: red;">+</span> [[πρίστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]»)].
|mltxt=[[κυμινοπρίστης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που από [[φιλαργυρία]] πριονίζει, τεμαχίζει το [[κύμινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (και ως επίθ.) [[φιλάργυρος]], [[τσιγγούνης]], [[σπαγγοραμμένος]] («[[κυμινοπρίστης]] ὁ [[τρόπος]] ἐστί σου [[πάλαι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμινον]] <span style="color: red;">+</span> [[πρίστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠμῑνοπρίστης:''' -ου, ὁ ([[πρίω]]), αυτός που διασπά το [[κύμινο]], δηλ. [[φειδωλός]], τσιγγουνής, σε Αριστ.
}}
}}