Anonymous

Κρόνος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[Κρόνος]])<br /><b>1.</b> ο [[νεώτερος]] [[γιος]] του Ουρανού και της Γης («Ίαπετός τε [[Κρόνος]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] πλανήτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανόητος]] ή [[μωρός]] [[γέρος]]<br />α. («[[οὕτως]] εἶ [[Κρόνος]], [[ὥστε]] ἃ τὸ πρῶτον εἴπομεν νῦν ἀναμιμνήσκει», <b>Πλάτ.</b><br />β. «οὐχὶ διδάξεις τοῡτον [[Κρόνος]] ὤν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με τη λ. [[κραίνω]] «[[αποτελειώνω]]» εμφανίζει μορφολογικές δυσκολίες, [[επειδή]] ο τ. [[κραίνω]] ανάγεται σε [[κρααίνω]]. Αβέβαιες φαίνονται και οι συνδέσεις της λ. με τα [[κορέννυμι]], [[κορυφή]] και [[κεραΐζω]] «[[φονεύω]]». Η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά και με τη λ. [[χρόνος]]. (Η σημ. «[[χρόνος]]» της λ. μαρτυρείται στον Αριστοτέλη).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρονείον]], <i>κρονίδης</i>, [[κρονικός]], [[κρόνιος]], <i>κρονίων</i>, <i>κρονιών</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κρονόληρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρόνιππος]], [[κρονοδαίμων]], [[κρονοθήκη]], <i>κρονότεκνος</i>].
|mltxt=ο (Α [[Κρόνος]])<br /><b>1.</b> ο [[νεώτερος]] [[γιος]] του Ουρανού και της Γης («Ίαπετός τε [[Κρόνος]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] πλανήτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανόητος]] ή [[μωρός]] [[γέρος]]<br />α. («[[οὕτως]] εἶ [[Κρόνος]], [[ὥστε]] ἃ τὸ πρῶτον εἴπομεν νῦν ἀναμιμνήσκει», <b>Πλάτ.</b><br />β. «οὐχὶ διδάξεις τοῡτον [[Κρόνος]] ὤν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με τη λ. [[κραίνω]] «[[αποτελειώνω]]» εμφανίζει μορφολογικές δυσκολίες, [[επειδή]] ο τ. [[κραίνω]] ανάγεται σε [[κρααίνω]]. Αβέβαιες φαίνονται και οι συνδέσεις της λ. με τα [[κορέννυμι]], [[κορυφή]] και [[κεραΐζω]] «[[φονεύω]]». Η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά και με τη λ. [[χρόνος]]. (Η σημ. «[[χρόνος]]» της λ. μαρτυρείται στον Αριστοτέλη).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρονείον]], <i>κρονίδης</i>, [[κρονικός]], [[κρόνιος]], <i>κρονίων</i>, <i>κρονιών</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κρονόληρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρόνιππος]], [[κρονοδαίμων]], [[κρονοθήκη]], <i>κρονότεκνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Κρόνος:''' ὁ ([[κραίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> ο [[Κρόνος]], ταυτίζεται με τον Λατ. [[Saturnus]], [[γιος]] του Ουρανού και της Γαίας, [[σύζυγος]] της Ρέας, [[πατέρας]] του [[Δία]], Ποσειδώνα, Άδη, της Ήρας, Δήμητρας και Εστίας· βασίλευε στον ουρανό [[μέχρι]] που οι γιοι του τον εξόρισαν στον Τάρταρο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· η [[εποχή]] του ήταν η «Χρυσή Εποχή», σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> όνομα στην Αθήνα, [[υπέργηρος]], ξεμωραμένος γέρος, σε Αριστοφ.
}}
}}