Anonymous

κρεανόμος: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρεανόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγορα</i>-[[νόμος]], <i>παιδο</i>-[[νόμος]].
|mltxt=[[κρεανόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγορα</i>-[[νόμος]], <i>παιδο</i>-[[νόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρεᾱνόμος:''' ὁ ([[νέμω]]), αυτός που διαμοιράζει τη [[σάρκα]] των θυσιών, [[κόφτης]] κρέατος, σε Ευρ.
}}
}}