Anonymous

κτήσιος: Difference between revisions

From LSJ
1,512 bytes added ,  29 September 2017
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d’un animal domestique, <i>càd</i> d’une brebis;<br /><b>2</b> qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς [[κτήσιος]] ESCHL <i>ou simpl.</i> ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : [[κτήσιος]] [[βωμός]] ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d’un animal domestique, <i>càd</i> d’une brebis;<br /><b>2</b> qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς [[κτήσιος]] ESCHL <i>ou simpl.</i> ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : [[κτήσιος]] [[βωμός]] ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κτήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κτήση]] ή στο [[κτήμα]], στην [[περιουσία]] («χρημάτων κτησίων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Δία) [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας («ἀγγεῑον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)<br /><b>3.</b> (για την [[Αφροδίτη]]) η [[προστάτιδα]] τών εταιρών, τών πορνών<br /><b>4.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Ερμή) <i>ὁ Κτήσιος</i><br />αυτός που παρέχει, που χαρίζει [[περιουσία]] («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῡ πωλεῑν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίων<br />β) «[[κτήσιος]] [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κτήτ</i>-<i>ιος</i>, με συριστικοποίηση, <span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημόσιος]]), με πιθανή [[επίδραση]] του [[κτῆσις]].
}}
}}