3,277,306
edits
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαγῷος]], -α, -ον (Α) [[λαγώς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λαγῷα</i><br />οι μεζέδες, τα λιχνεύματα. | |mltxt=[[λαγῷος]], -α, -ον (Α) [[λαγώς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λαγῷα</i><br />οι μεζέδες, τα λιχνεύματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λᾰγῷος:''' -α, -ον, συνηρ. αντί <i>λαγῴϊος</i>, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· <i>τὰλαγῷα</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, [[ζῆν]] ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ. | |||
}} | }} |