Anonymous

λαγῷος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαγῷος]], -α, -ον (Α) [[λαγώς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λαγῷα</i><br />οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.
|mltxt=[[λαγῷος]], -α, -ον (Α) [[λαγώς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λαγῷα</i><br />οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰγῷος:''' -α, -ον, συνηρ. αντί <i>λαγῴϊος</i>, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· <i>τὰλαγῷα</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, [[ζῆν]] ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ.
}}
}}