Anonymous

λαγῷος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰγῷος:''' -α, -ον, συνηρ. αντί <i>λαγῴϊος</i>, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· <i>τὰλαγῷα</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, [[ζῆν]] ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ.
|lsmtext='''λᾰγῷος:''' -α, -ον, συνηρ. αντί <i>λαγῴϊος</i>, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· <i>τὰλαγῷα</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, [[ζῆν]] ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰγῷος:''' заячий ([[τρίχες]] Plut.): τὰ λαγῷα (sc. [[κρέα]]) Arph. заячье мясо; [[ζῆν]] ἐν πᾶσι λαγῴοις Arph. питаться (досл. жить) одним лишь заячьим мясом, т. е. изысканной пищей.
}}
}}