Anonymous

λαιμαργία: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λαιμαργία]]) [[λαίμαργος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] με [[απληστία]], αχόρταγα, η [[αδηφαγία]] («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ [[πάντα]] ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να τρώγει [[κάποιος]] [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] φαγητού [[γρήγορα]] και με έκδηλη [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κάμνω]] λαιμαργίαν» — δείχνομαι [[άπληστος]], [[δείχνω]] [[απληστία]].
|mltxt=η (AM [[λαιμαργία]]) [[λαίμαργος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] με [[απληστία]], αχόρταγα, η [[αδηφαγία]] («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ [[πάντα]] ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να τρώγει [[κάποιος]] [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] φαγητού [[γρήγορα]] και με έκδηλη [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κάμνω]] λαιμαργίαν» — δείχνομαι [[άπληστος]], [[δείχνω]] [[απληστία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαιμαργία:''' ἡ, [[αδηφαγία]], σε Πλάτ.
}}
}}