3,277,242
edits
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λαιμαργία]]) [[λαίμαργος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] με [[απληστία]], αχόρταγα, η [[αδηφαγία]] («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ [[πάντα]] ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να τρώγει [[κάποιος]] [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] φαγητού [[γρήγορα]] και με έκδηλη [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κάμνω]] λαιμαργίαν» — δείχνομαι [[άπληστος]], [[δείχνω]] [[απληστία]]. | |mltxt=η (AM [[λαιμαργία]]) [[λαίμαργος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] με [[απληστία]], αχόρταγα, η [[αδηφαγία]] («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ [[πάντα]] ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να τρώγει [[κάποιος]] [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] φαγητού [[γρήγορα]] και με έκδηλη [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κάμνω]] λαιμαργίαν» — δείχνομαι [[άπληστος]], [[δείχνω]] [[απληστία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαιμαργία:''' ἡ, [[αδηφαγία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |