Anonymous

κυβερνήτης: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM [[κυβερνήτης]], θηλ. [[κυβερνῆτις]], -ιδος, Α αιολ. τ. [[κυμερνήτης]]) [[κυβερνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διοικεί, που κυβερνά το [[κράτος]] (α. «[[κανένας]] [[κυβερνήτης]] δεν έδωσε [[σημασία]] στο [[χωριό]] μας» β. «[[ἐπεί]] τοι κοὐδὲν [[αἰτία]] κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κυβερνά [[πλοίο]] ή [[άλλο]] όχημα και έχει το ανώτατο [[πρόσταγμα]] σ' αυτό (α. «ο [[κυβερνήτης]] του αεροσκάφους» β. «ο [[κυβερνήτης]] του υποβρυχίου» γ. «τὰς δ' ἄνεμός τε κυβερνῆται τ' ἴθυνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ρυθμιστής]], [[συντονιστής]] (α. «στο βοσκό τών τραγουδιών ήρθες, κυβερνήτρα τών καρδιών», Παλαμ.<br />β. «ἡ γὰρ ἀχρώματός τε... καὶ ἀναφὴς [[οὐσία]] [[ὄντως]] ψυχῆς οὖσα κυβερνήτῃ μόνῳ θεατὴ νῷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τίτλος]] του πρώτου [[μετά]] την [[απελευθέρωση]] ανώτατου άρχοντα της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια.
|mltxt=ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM [[κυβερνήτης]], θηλ. [[κυβερνῆτις]], -ιδος, Α αιολ. τ. [[κυμερνήτης]]) [[κυβερνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διοικεί, που κυβερνά το [[κράτος]] (α. «[[κανένας]] [[κυβερνήτης]] δεν έδωσε [[σημασία]] στο [[χωριό]] μας» β. «[[ἐπεί]] τοι κοὐδὲν [[αἰτία]] κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κυβερνά [[πλοίο]] ή [[άλλο]] όχημα και έχει το ανώτατο [[πρόσταγμα]] σ' αυτό (α. «ο [[κυβερνήτης]] του αεροσκάφους» β. «ο [[κυβερνήτης]] του υποβρυχίου» γ. «τὰς δ' ἄνεμός τε κυβερνῆται τ' ἴθυνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ρυθμιστής]], [[συντονιστής]] (α. «στο βοσκό τών τραγουδιών ήρθες, κυβερνήτρα τών καρδιών», Παλαμ.<br />β. «ἡ γὰρ ἀχρώματός τε... καὶ ἀναφὴς [[οὐσία]] [[ὄντως]] ψυχῆς οὖσα κυβερνήτῃ μόνῳ θεατὴ νῷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τίτλος]] του πρώτου [[μετά]] την [[απελευθέρωση]] ανώτατου άρχοντα της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠβερνήτης:''' -ου, ὁ ([[κυβερνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πηδαλιούχος]], [[πλοηγός]], Λατ. [[gubernator]], σε Όμηρ. κ.λπ.· Ιων. αιτ. <i>κυβερνήτεα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οδηγός]], [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
}}