3,276,932
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠβερνήτης:''' -ου, ὁ ([[κυβερνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πηδαλιούχος]], [[πλοηγός]], Λατ. [[gubernator]], σε Όμηρ. κ.λπ.· Ιων. αιτ. <i>κυβερνήτεα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οδηγός]], [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], σε Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''κῠβερνήτης:''' -ου, ὁ ([[κυβερνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πηδαλιούχος]], [[πλοηγός]], Λατ. [[gubernator]], σε Όμηρ. κ.λπ.· Ιων. αιτ. <i>κυβερνήτεα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οδηγός]], [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], σε Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυβερνήτης -ου, ὁ Dor. κυβερνάτης [κυβερνάω] ep. gen. κυβερνήτεω, stuurman; overdr. bestuurder, leider:. ψυχῆς κ. νοῦς het verstand, de bestuurder van de ziel Plat. Phaedr. 247c. | |||
}} | }} |