Anonymous

λειριόεις: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειριόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[λείριον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κρίνο]] ως [[προς]] το [[χρώμα]], [[λευκός]] σαν το [[κρίνο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]] («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κρίνο]] («λειριόεντα [[κάρη]]» — τα [[άνθη]] του κρίνου, τα [[κρίνα]], <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τη [[φωνή]] του τζιτζικιού) [[λεπτός]], [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[μονότονος]] («οἵ τε καθ' ὕλην δενδρέῳ καθεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τη [[φωνή]] τών Μουσών) [[γλυκύς]], [[τρυφερός]], [[απαλός]].
|mltxt=[[λειριόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[λείριον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κρίνο]] ως [[προς]] το [[χρώμα]], [[λευκός]] σαν το [[κρίνο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]] («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κρίνο]] («λειριόεντα [[κάρη]]» — τα [[άνθη]] του κρίνου, τα [[κρίνα]], <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τη [[φωνή]] του τζιτζικιού) [[λεπτός]], [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[μονότονος]] («οἵ τε καθ' ὕλην δενδρέῳ καθεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τη [[φωνή]] τών Μουσών) [[γλυκύς]], [[τρυφερός]], [[απαλός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λειριόεις:''' -εσσα, -εν, όμοιος με [[κρίνο]]· μεταφ., χρὼς [[λειριόεις]], [[επιδερμίδα]] όμοια με [[κρίνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τζιτζίκια, <i>ὂπα λειριόεσσαν</i>, η λεπτή τους [[φωνή]], στο ίδ.
}}
}}