λειριόεις

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειριόεις Medium diacritics: λειριόεις Low diacritics: λειριόεις Capitals: ΛΕΙΡΙΟΕΙΣ
Transliteration A: leirióeis Transliteration B: leirioeis Transliteration C: leirioeis Beta Code: leirio/eis

English (LSJ)

λειριόεσσα, λειριόεν, prop.
A like a lily, but in Hom. only metaph., χρόα λειριόεντα lily skin, Il.13.830; of the cicadae, ὄπα λειριόεσσαν their delicate voice, 3.152; of the Muses' voice, Hes.Th.41; Ἑσπερίδες Q.S.2.418.
2 of the lily, κάρη Nic.Al.406.

German (Pape)

[Seite 26] εσσα, εν, von der Lilie, lilienartig (vgl. auch λειρός), χρὼς λειριόεις, die lilienweiße, zarte Haut, Il. 13, 830; übertr. von der Stimme der Cicaden, ὃψ λειριόεσσα, die zarte, liebliche Stimme, 3, 152, wie von der Stimme der Musen, Hes. Th. 41 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 903; Ἑσπερίδες Qu. Sm. 2, 418.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
blanc ou beau comme un lis ; qui a la douceur du lis.
Étymologie: λείριον.

Russian (Dvoretsky)

λειριόεις: όεσσα, όεν
1 лилейный, подобный лилии (χρώς Hom.);
2 нежный, как лилия (ὄψ, sc. τεττίγων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λειριόεις: εσσα, εν, (λείριον)·― ὡς κρίνον, ὅμοιος κρίνῳ, ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., χρὼς λειριόεις, ἐπιδερμὶς ὁμοία πρὸς κρίνον, Ἰλ. Ν. 830· ἐπὶ τῶν τεττίγων, ὄψ λειριόεσσα, ἡ λεπτὴ αὐτῶν φωνή, Γ. 152· καὶ ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 41· Ἑσπερίδες Κόϊντ. Σμ. 2. 418. 2) τοῦ κρίνου, κάρη Νικ. Ἀλ. 406.

English (Autenrieth)

εσσα (λείριον): lily-like, lily-white, Il. 13.830 ; ὄψ, ‘delicate,’ Il. 3.152. (Il.)

Greek Monolingual

λειριόεις, -εσσα, -εν (Α) λείριον
1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο
2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» — τα άνθη του κρίνου, τα κρίνα, Νίκ.)
4. (για τη φωνή του τζιτζικιού) λεπτός, οξύς, διαπεραστικός, μονότονος («οἵ τε καθ' ὕλην δενδρέῳ καθεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι», Ομ. Ιλ.)
5. (για τη φωνή τών Μουσών) γλυκύς, τρυφερός, απαλός.

Greek Monotonic

λειριόεις: -εσσα, -εν, όμοιος με κρίνο· μεταφ., χρὼς λειριόεις, επιδερμίδα όμοια με κρίνο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τζιτζίκια, ὂπα λειριόεσσαν, η λεπτή τους φωνή, στο ίδ.

Middle Liddell

λειριόεις, εσσα, εν
properly, like a lily: metaph., χρὼς λειριόεις lily skin, Il.; of the cicadae, ὂψ λειριόεσσα their delicate voice, Il. [from λείριον