Anonymous

κομπέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(SL_2)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κομπέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[vaunt]] τί [[κομπέω]] παρὰ καιρόν; (P. 10.4)
|sltr=[[κομπέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[vaunt]] τί [[κομπέω]] παρὰ καιρόν; (P. 10.4)
}}
{{lsm
|lsmtext='''κομπέω:''' ([[κόμπος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κρότο, [[αντηχώ]], [[συγκρούομαι]], κόμπει [[χαλκός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., όπως το [[κομπάζω]], [[μιλώ]] μεγαλόστομα, [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· με σύστ. αντ., <i>κ. μῦθον</i>, [[βγάζω]] κομπαστικό λόγο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[καυχιέμαι]] για, σε Αισχύλ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] καυχησιολογίας, σε Θουκ.
}}
}}