Anonymous

κομπέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κομπέω:''' ([[κόμπος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κρότο, [[αντηχώ]], [[συγκρούομαι]], κόμπει [[χαλκός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., όπως το [[κομπάζω]], [[μιλώ]] μεγαλόστομα, [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· με σύστ. αντ., <i>κ. μῦθον</i>, [[βγάζω]] κομπαστικό λόγο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[καυχιέμαι]] για, σε Αισχύλ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] καυχησιολογίας, σε Θουκ.
|lsmtext='''κομπέω:''' ([[κόμπος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κρότο, [[αντηχώ]], [[συγκρούομαι]], κόμπει [[χαλκός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., όπως το [[κομπάζω]], [[μιλώ]] μεγαλόστομα, [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· με σύστ. αντ., <i>κ. μῦθον</i>, [[βγάζω]] κομπαστικό λόγο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[καυχιέμαι]] για, σε Αισχύλ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] καυχησιολογίας, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κομπέω:''' <b class="num">1)</b> звучать, звенеть, гудеть (κόμπει χαλκὸς ἐπὶ [[στήθεσσιν]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> извлекать звук, стучать, ударять: χύτραν ὠνούμενοι κομποῦμεν Diog. L. покупая горшок, мы постукиваем (по нему);<br /><b class="num">3)</b> хвастаться, высокомерно утверждать (ὡς σὺ κομπεῖς Eur.): [[τοσόνδε]] κ. μῦθον Soph. столь кичливо говорить; ὑψηλὰ κ. Soph. безмерно хвастаться; ὅσοιπερ κομποῦνται Thuc. (у сицилийцев нет стольких гоплитов), сколько хвастливо утверждается.
}}
}}