Anonymous

κωμάζω: Difference between revisions

From LSJ
1,555 bytes added ,  31 December 2018
5
(22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωμάζω]], δωρ. τ. [[κωμάσδω]] (Α) [[κώμος]]<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]] στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με [[συνοδεία]] οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ' αὐλοῡ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] σε πανηγυρική [[πομπή]], [[προς]] τιμήν του Βάκχου ἡ [[προς]] τιμήν ἡρωα ἡ νικητή («κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε... εἰς Αἴτναν», <b>Πίνδ.</b> β. «πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον τραγουδώντας και χορεύοντας [[προς]] τιμήν του («ὡς ἡ [[Ἀφροδίτη]] κωμάζοι παρὰ τὸν Διόνυσον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξυμνώ]] κάποιον («τον, ὦ πολῑται, κωμάξατε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τραγουδώ]] στην πόρτα αγαπημένης («ἐπὶ γαμετὰς γυναῑκας οὐδεὶς ἄν κωμάζειν τολμήσειεν», Ισαί.)<br /><b>6.</b> [[ενσκήπτω]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]], [[πέφτω]] σε κάποιον («ἄτη εἰς πόλιν ἐκώμασεν», Τρύφ.)<br /><b>7.</b> [[τραγουδώ]] αισχρούς στίχους<br /><b>8.</b> φέρομαι χυδαία<br /><b>9.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ὗς ἐκώμασεν» — φέρθηκε σαν [[ταύρος]] σε [[υαλοπωλείο]], τά έκανε γυαλιά-καρφιά<br />β) «εἰς μελίττας ἐκώμασας» — έβαλες μπελάδες στο [[κεφάλι]] σου.
|mltxt=[[κωμάζω]], δωρ. τ. [[κωμάσδω]] (Α) [[κώμος]]<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]] στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με [[συνοδεία]] οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ' αὐλοῡ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] σε πανηγυρική [[πομπή]], [[προς]] τιμήν του Βάκχου ἡ [[προς]] τιμήν ἡρωα ἡ νικητή («κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε... εἰς Αἴτναν», <b>Πίνδ.</b> β. «πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον τραγουδώντας και χορεύοντας [[προς]] τιμήν του («ὡς ἡ [[Ἀφροδίτη]] κωμάζοι παρὰ τὸν Διόνυσον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξυμνώ]] κάποιον («τον, ὦ πολῑται, κωμάξατε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τραγουδώ]] στην πόρτα αγαπημένης («ἐπὶ γαμετὰς γυναῑκας οὐδεὶς ἄν κωμάζειν τολμήσειεν», Ισαί.)<br /><b>6.</b> [[ενσκήπτω]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]], [[πέφτω]] σε κάποιον («ἄτη εἰς πόλιν ἐκώμασεν», Τρύφ.)<br /><b>7.</b> [[τραγουδώ]] αισχρούς στίχους<br /><b>8.</b> φέρομαι χυδαία<br /><b>9.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ὗς ἐκώμασεν» — φέρθηκε σαν [[ταύρος]] σε [[υαλοπωλείο]], τά έκανε γυαλιά-καρφιά<br />β) «εἰς μελίττας ἐκώμασας» — έβαλες μπελάδες στο [[κεφάλι]] σου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> και <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκώμᾰσα</i>, ποιητ. <i>κώμ-</i>· παρακ. <i>κεκώμᾰκα</i>· Δωρ. [[κωμάσδω]], μέλ. <i>-άξομαι</i>, αόρ. αʹ προστ. <i>κωμάξατε</i>· ([[κῶμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμμετέχω]] σε όμιλο γλεντζέδων, [[διασκεδάζω]], [[γλεντοκοπώ]], [[ξεφαντώνω]], [[ευθυμώ]], Λατ. comissari, σε Ησίοδ., Θέογν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]] σε γιορταστική [[πομπή]], σε Πίνδ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γιορτάζω]], [[κῶμος]], προς τιμήν του νικητή στους αγώνες, [[συμμετέχω]] στους πανηγυρισμούς, σε Πίνδ.· με σύστ. αντ., <i>ἑορτὰν κ</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[πλησιάζω]] με <i>κῶμον</i>, [[τραγουδώ]] προς τιμήν του, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[τιμώ]] ή [[γιορτάζω]] αυτόν μέσα ή μέσω του <i>κῶμου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] με τον τρόπο των γλεντζέδων, κ. [[ποτὶ]] τὴν Ἀμαρυλλίδα, σε Θεόκρ.· γενικά, εμφανίζομαι [[ξαφνικά]], σε Ανθ.
}}
}}