Anonymous

κωμάζω: Difference between revisions

From LSJ
1,203 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> και <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκώμᾰσα</i>, ποιητ. <i>κώμ-</i>· παρακ. <i>κεκώμᾰκα</i>· Δωρ. [[κωμάσδω]], μέλ. <i>-άξομαι</i>, αόρ. αʹ προστ. <i>κωμάξατε</i>· ([[κῶμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμμετέχω]] σε όμιλο γλεντζέδων, [[διασκεδάζω]], [[γλεντοκοπώ]], [[ξεφαντώνω]], [[ευθυμώ]], Λατ. comissari, σε Ησίοδ., Θέογν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]] σε γιορταστική [[πομπή]], σε Πίνδ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γιορτάζω]], [[κῶμος]], προς τιμήν του νικητή στους αγώνες, [[συμμετέχω]] στους πανηγυρισμούς, σε Πίνδ.· με σύστ. αντ., <i>ἑορτὰν κ</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[πλησιάζω]] με <i>κῶμον</i>, [[τραγουδώ]] προς τιμήν του, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[τιμώ]] ή [[γιορτάζω]] αυτόν μέσα ή μέσω του <i>κῶμου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] με τον τρόπο των γλεντζέδων, κ. [[ποτὶ]] τὴν Ἀμαρυλλίδα, σε Θεόκρ.· γενικά, εμφανίζομαι [[ξαφνικά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κωμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> και <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκώμᾰσα</i>, ποιητ. <i>κώμ-</i>· παρακ. <i>κεκώμᾰκα</i>· Δωρ. [[κωμάσδω]], μέλ. <i>-άξομαι</i>, αόρ. αʹ προστ. <i>κωμάξατε</i>· ([[κῶμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμμετέχω]] σε όμιλο γλεντζέδων, [[διασκεδάζω]], [[γλεντοκοπώ]], [[ξεφαντώνω]], [[ευθυμώ]], Λατ. comissari, σε Ησίοδ., Θέογν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]] σε γιορταστική [[πομπή]], σε Πίνδ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γιορτάζω]], [[κῶμος]], προς τιμήν του νικητή στους αγώνες, [[συμμετέχω]] στους πανηγυρισμούς, σε Πίνδ.· με σύστ. αντ., <i>ἑορτὰν κ</i>., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[πλησιάζω]] με <i>κῶμον</i>, [[τραγουδώ]] προς τιμήν του, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[τιμώ]] ή [[γιορτάζω]] αυτόν μέσα ή μέσω του <i>κῶμου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] με τον τρόπο των γλεντζέδων, κ. [[ποτὶ]] τὴν Ἀμαρυλλίδα, σε Θεόκρ.· γενικά, εμφανίζομαι [[ξαφνικά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κωμάζω:''' дор. [[κωμάσδω]] (дор. 2 л. pl. imper. κωμάξατε, дор. part. κωμάσαις; дор. fut. med. κωμάξομαι)<br /><b class="num">1)</b> совершать шествие в честь Вакха (κ. καὶ παιωνίζειν Dem.);<br /><b class="num">2)</b> устраивать веселое шествие (ὑπ᾽ αὐλοῦ Hes.; σὺν ὕμνῳ Pind.);<br /><b class="num">3)</b> отправляться веселой гурьбой ([[ποτὶ]] τὰν Ἀμαρυλλίδα Theocr.; ἐπὶ γυναῖκας Isae.);<br /><b class="num">4)</b> справлять шумным шествием (ἑορτάν Pind.): κ. τινί Pind. совершать шествие в честь кого-л.;<br /><b class="num">5)</b> отмечать веселыми шествиями (τὸν [[καλλίνικον]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> прославлять в шумном веселье ([[Δία]] Pind.);<br /><b class="num">7)</b> предаваться разгулу, бражничать (ὅλην τὴν νύκτα Xen.; μεθ᾽ ἡμέραν Lys.; παίζειν καὶ κ. Plut.).
}}
}}