Anonymous

λεκτός: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεκτός]], -ή, -όν) [[λέγω]]<br />αυτός που μπορεί να λεχθεί («ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ [[πάντα]] λεκτά», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]] («ἀλλ' εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῡμεν στόλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεκτόν</i><br />α) [[έκφραση]]<br />β) [[λέξη]] που έχει [[σημασία]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λεκτά</i><br />i) [[κήρυγμα]], [[διδαχή]]<br />ii) φράσεις που περιέχουν διαπιστώσεις, ερωτήσεις, διαταγές, πόθους κ.λπ.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεκτός]], -ή, -όν) [[λέγω]]<br />αυτός που μπορεί να λεχθεί («ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ [[πάντα]] λεκτά», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]] («ἀλλ' εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῡμεν στόλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεκτόν</i><br />α) [[έκφραση]]<br />β) [[λέξη]] που έχει [[σημασία]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λεκτά</i><br />i) [[κήρυγμα]], [[διδαχή]]<br />ii) φράσεις που περιέχουν διαπιστώσεις, ερωτήσεις, διαταγές, πόθους κ.λπ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεκτός:''' -ή, -όν ([[λέγω]] Β), συναθροισμένος, [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]], [[επίλεκτος]], σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ([[λέγω]] Γ), [[ικανός]] να λεχθεί, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.
}}
}}