Anonymous

λεκτός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεκτός:''' -ή, -όν ([[λέγω]] Β), συναθροισμένος, [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]], [[επίλεκτος]], σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ([[λέγω]] Γ), [[ικανός]] να λεχθεί, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.
|lsmtext='''λεκτός:''' -ή, -όν ([[λέγω]] Β), συναθροισμένος, [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]], [[επίλεκτος]], σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ([[λέγω]] Γ), [[ικανός]] να λεχθεί, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεκτός:''' [[λέγω]] II] избранный, отборный ([[στόλος]] Aesch.): ᾐθέων λεκτοί Soph. отборная молодежь.<br />[[λέγω]] III] могущий быть сказанным, выразимый: ἔστ᾽ ἐκείνῳ πάντα [[λεκτά]] Soph. он сказать может все, (что угодно); [[οὔτε]] λ. [[οὔτε]] [[πιστός]] Arph. невыразимый и невообразимый.
}}
}}