Anonymous

λιγυρός: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό, θηλ. και -ή (Α [[λιγυρός]], -ά, -όν, θηλ. και λιγυρή και [[λιγουρά]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μελωδικός]], [[εύηχος]] (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις... ἀνέθηκα, [[ἔνθα]] με τὸ πρῶτον λιγυρῆς ἐπέβησαν ἀοιδῆς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευάρεστος]], [[ευχάριστος]] («συμβιῶναι... ἥδιστον καὶ λιγυρώτατον», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>λιγυρά</i><br />μελωδικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λιγυρώς]] (AM λιγυρῶς)<br />με καθαρή, γλυκιά και μελωδική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]», πιθ. μέσω ενός αρχικού <i>λιγ</i>-<i>υλός</i>, από το οποίο πιθ. προήλθε με [[ανομοίωση]]].
|mltxt=-ά, -ό, θηλ. και -ή (Α [[λιγυρός]], -ά, -όν, θηλ. και λιγυρή και [[λιγουρά]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μελωδικός]], [[εύηχος]] (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις... ἀνέθηκα, [[ἔνθα]] με τὸ πρῶτον λιγυρῆς ἐπέβησαν ἀοιδῆς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευάρεστος]], [[ευχάριστος]] («συμβιῶναι... ἥδιστον καὶ λιγυρώτατον», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>λιγυρά</i><br />μελωδικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λιγυρώς]] (AM λιγυρῶς)<br />με καθαρή, γλυκιά και μελωδική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]», πιθ. μέσω ενός αρχικού <i>λιγ</i>-<i>υλός</i>, από το οποίο πιθ. προήλθε με [[ανομοίωση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐγῠρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[καθαρός]], αυτός που σφυρίζει, [[ισχυρός]], λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[μαστίγιο]], στο ίδ.· <i>λιγυρὰ ἄχεα</i>, θλίψεις, πόνοι που εκδηλώνονται με δυνατούς θρήνους, σε Ευρ.· επίσης, αυτός που έχει καθαρή και γλυκιά [[φωνή]], σε Όμηρ., κ.λπ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., <i>λιγυρὰ ἀείδειν</i>, σε Θέογν.· [[λιγυρῶς]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]], λέγεται για την [[ουρά]] των σκύλων, σε Ξεν.
}}
}}