Anonymous

λιγυρός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐγῠρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[καθαρός]], αυτός που σφυρίζει, [[ισχυρός]], λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[μαστίγιο]], στο ίδ.· <i>λιγυρὰ ἄχεα</i>, θλίψεις, πόνοι που εκδηλώνονται με δυνατούς θρήνους, σε Ευρ.· επίσης, αυτός που έχει καθαρή και γλυκιά [[φωνή]], σε Όμηρ., κ.λπ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., <i>λιγυρὰ ἀείδειν</i>, σε Θέογν.· [[λιγυρῶς]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]], λέγεται για την [[ουρά]] των σκύλων, σε Ξεν.
|lsmtext='''λῐγῠρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[καθαρός]], αυτός που σφυρίζει, [[ισχυρός]], λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[μαστίγιο]], στο ίδ.· <i>λιγυρὰ ἄχεα</i>, θλίψεις, πόνοι που εκδηλώνονται με δυνατούς θρήνους, σε Ευρ.· επίσης, αυτός που έχει καθαρή και γλυκιά [[φωνή]], σε Όμηρ., κ.λπ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., <i>λιγυρὰ ἀείδειν</i>, σε Θέογν.· [[λιγυρῶς]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]], λέγεται για την [[ουρά]] των σκύλων, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγῠρός:''' <b class="num">1)</b> гудящий, воющий ([[πνοιή]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> свистящий ([[μάστιξ]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> громкий, звонкий, пронзительный ([[φωνή]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> досл. стонущий, рыдающий, перен. исторгающий вопли (ἄχεα Eur.);<br /><b class="num">5)</b> поющий (σύριγγες Hes.);<br /><b class="num">6)</b> певучий, сладкогласный ([[ἀοιδή]] Hom.);<br /><b class="num">7)</b> гибкий, мягкий ([[οὐρά]], sc. τοῦ [[κυνός]] Xen.).
}}
}}