Anonymous

λιχμάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιχμάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για φίδια) [[περιστρέφω]] τη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> [[γλείφω]], [[λιχμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>λιχμῶ</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
|mltxt=[[λιχμάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για φίδια) [[περιστρέφω]] τη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> [[γλείφω]], [[λιχμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>λιχμῶ</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λιχμάζω:''' ([[λείχω]])<br /><b class="num">I.</b> = [[λιχμάω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[γλείφω]], γʹ ενικ. Ιων. παρατ. <i>λιχμάζεσκε</i>, σε Μόσχ.
}}
}}