Anonymous

λιμός: Difference between revisions

From LSJ
362 bytes added ,  31 December 2018
5
(23)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λιμός]], ὁ, Α και [[λιμός]], ή)<br />[[μεγάλη]] και παρατεταμένη [[έλλειψη]] ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική [[εξάπλωση]] και προκαλεί [[αύξηση]] της θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ' οἴκτιστον θανέειν», <b>Ομ. Οδ.</b>) || (μσν.-αρχ.) [[πειναλέος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[έλλειψη]] αγαθών («λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «λιμὸς [[Μήλιος]]» — λεγόταν για περιπτώσεις [[μεγάλης]] πείνας, όπως [[κατά]] την [[πολιορκία]] της Μήλου<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Λιμός</i><br />[[γιος]] της Έριδος, [[προσωποποίηση]] του λιμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>li</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- «[[αφανίζω]], [[αφαιρώ]], [[λιγοστεύω]]» και «[[αδύνατος]], [[ισχνός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>liesas</i> και <i>le</i><i>ī</i><i>nas</i> «[[λεπτός]], [[ισχνός]]», αρχ. σλαβ. <i>lib</i><i>ě</i><i>vů</i>, <i>libivŭ</i> «[[ισχνός]]») και συνδέεται με τους τ. [[λιάζομαι]], [[λίναμαι]], <i>λείρως</i>, [[καθώς]] και με τον τ. [[λοιμός]] «[[ασθένεια]]», [[παρά]] τα προβλήματα που παρουσιάζει η [[εναλλαγή]] -<i>οι</i>- / -<i>ί</i>- στους δύο τύπους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιμώδης]], [[λιμώσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμαλέος]], [[λιμηρός]] (Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λιμαίνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λίμα]] (II), [[λιμάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λιμοκτονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμαγχόνη]], [[λιμαγχώ]], [[λιμοδοξώ]], [[λιμοθνής]], [[λιμοκίμβιξ]], [[λιμοκόλαξ]], [[λιμόξηρος]], [[λιμοποιός]], [[λιμουργός]], [[λιμοφορεύς]], [[λιμόψωρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>λιψαγχονώ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[λιμοκοπημένος]], [[λιμοταγισμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμοκοντόρος]], [[λιμοκτόνος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άλιμος]], [[έκλιμος]], [[πολύλιμος]].
|mltxt=ο (AM [[λιμός]], ὁ, Α και [[λιμός]], ή)<br />[[μεγάλη]] και παρατεταμένη [[έλλειψη]] ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική [[εξάπλωση]] και προκαλεί [[αύξηση]] της θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ' οἴκτιστον θανέειν», <b>Ομ. Οδ.</b>) || (μσν.-αρχ.) [[πειναλέος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[έλλειψη]] αγαθών («λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «λιμὸς [[Μήλιος]]» — λεγόταν για περιπτώσεις [[μεγάλης]] πείνας, όπως [[κατά]] την [[πολιορκία]] της Μήλου<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Λιμός</i><br />[[γιος]] της Έριδος, [[προσωποποίηση]] του λιμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>li</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- «[[αφανίζω]], [[αφαιρώ]], [[λιγοστεύω]]» και «[[αδύνατος]], [[ισχνός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>liesas</i> και <i>le</i><i>ī</i><i>nas</i> «[[λεπτός]], [[ισχνός]]», αρχ. σλαβ. <i>lib</i><i>ě</i><i>vů</i>, <i>libivŭ</i> «[[ισχνός]]») και συνδέεται με τους τ. [[λιάζομαι]], [[λίναμαι]], <i>λείρως</i>, [[καθώς]] και με τον τ. [[λοιμός]] «[[ασθένεια]]», [[παρά]] τα προβλήματα που παρουσιάζει η [[εναλλαγή]] -<i>οι</i>- / -<i>ί</i>- στους δύο τύπους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιμώδης]], [[λιμώσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμαλέος]], [[λιμηρός]] (Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λιμαίνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λίμα]] (II), [[λιμάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λιμοκτονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμαγχόνη]], [[λιμαγχώ]], [[λιμοδοξώ]], [[λιμοθνής]], [[λιμοκίμβιξ]], [[λιμοκόλαξ]], [[λιμόξηρος]], [[λιμοποιός]], [[λιμουργός]], [[λιμοφορεύς]], [[λιμόψωρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>λιψαγχονώ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[λιμοκοπημένος]], [[λιμοταγισμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμοκοντόρος]], [[λιμοκτόνος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άλιμος]], [[έκλιμος]], [[πολύλιμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῑμός:''' -οῦ, ὁ και ἡ, [[πείνα]], [[έλλειψη]] τροφής, σε Όμηρ., κ.λπ.· παροιμ., <i>ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ</i>, σχετικά με την [[πολιορκία]] της Μήλου, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για το [[μυαλό]], σε Ευρ.
}}
}}