3,277,242
edits
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κλειστός]], -ή, -όν Α ιων. τ. [[κληϊστός]], παλ. αττ. τ. [[κληστός]]) [[κλείω]] (I)]<br /><b>1.</b> κλεισμένος, κλειδωμένος, [[σφαλιστός]] (α. «[[κλειστά]] παράθυρα» β. «οὐ [[δῶμα]] γαίας κλειστόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός διά μέσου του οποίου δεν επιτρέπεται η [[επικοινωνία]] (α. «τα [[σύνορα]] [[είναι]] [[ακόμη]] [[κλειστά]]» β. «κλεισταί διώρυγες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καταστήματα, γραφεία <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αργεί, που δεν λειτουργεί («τα καταστήματα τροφίμων [[είναι]] [[κλειστά]] [[σήμερα]]»)<br /><b>2.</b> περιφραγμένος, περιορισμένος («[[κλειστός]] [[χώρος]]»)<br /><b>3.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκούρος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> μη [[εκδηλωτικός]], [[εσωστρεφής]] («[[κλειστός]] [[τύπος]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «με [[κλειστά]] μάτια» — με απόλυτη [[εμπιστοσύνη]]<br />β) <b>(οικον.)</b> «κλειστή [[οικονομία]]» — [[οικονομία]] [[χωρίς]] εξωτερικές ανταλλαγές, [[αυτάρκης]] και απομονωμένη από εξωτερικές επιδράσεις<br />γ) <b>γλωσσ.</b> «[[κλειστά]] φωνήεντα» — τα φωνήεντα που προφέρονται με ελάχιστο [[άνοιγμα]] του στόματος, σε [[αντιδιαστολή]] με τα ανοιχτά και τα ημιανοιχτά<br />δ) <b>γλωσσ.</b> «[[κλειστά]] σύμφωνα» — τα σύμφωνα [[κατά]] την [[παραγωγή]] τών οποίων ένα ή περισσότερα μέρη της στοματικής κοιλότητας δημιουργούν φραγμό που εμποδίζει [[προς]] [[στιγμή]] τη ροή του ρεύματος του εκπνεόμενου αέρα [[προς]] την [[έξοδο]] της κοιλότητας, αλλ. έκτροτα ή στιγμιαία, σε [[αντιδιαστολή]] με τα διαρκή<br />ε) <b>(νομ.)</b> «κλειστό [[επάγγελμα]]» — [[επάγγελμα]] για το οποίο υπάρχουν περιορισμοί στην είσοδο νέων μελών<br />στ) «κλειστό [[φόρεμα]]» — όχι έξωμο<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλειστό</i><br />το [[γιλέκο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κλειστά]]<br />κλειδωμένα, κλεισμένα, [[σφαλιστά]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κλειστός]], -ή, -όν Α ιων. τ. [[κληϊστός]], παλ. αττ. τ. [[κληστός]]) [[κλείω]] (I)]<br /><b>1.</b> κλεισμένος, κλειδωμένος, [[σφαλιστός]] (α. «[[κλειστά]] παράθυρα» β. «οὐ [[δῶμα]] γαίας κλειστόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός διά μέσου του οποίου δεν επιτρέπεται η [[επικοινωνία]] (α. «τα [[σύνορα]] [[είναι]] [[ακόμη]] [[κλειστά]]» β. «κλεισταί διώρυγες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καταστήματα, γραφεία <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αργεί, που δεν λειτουργεί («τα καταστήματα τροφίμων [[είναι]] [[κλειστά]] [[σήμερα]]»)<br /><b>2.</b> περιφραγμένος, περιορισμένος («[[κλειστός]] [[χώρος]]»)<br /><b>3.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκούρος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> μη [[εκδηλωτικός]], [[εσωστρεφής]] («[[κλειστός]] [[τύπος]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «με [[κλειστά]] μάτια» — με απόλυτη [[εμπιστοσύνη]]<br />β) <b>(οικον.)</b> «κλειστή [[οικονομία]]» — [[οικονομία]] [[χωρίς]] εξωτερικές ανταλλαγές, [[αυτάρκης]] και απομονωμένη από εξωτερικές επιδράσεις<br />γ) <b>γλωσσ.</b> «[[κλειστά]] φωνήεντα» — τα φωνήεντα που προφέρονται με ελάχιστο [[άνοιγμα]] του στόματος, σε [[αντιδιαστολή]] με τα ανοιχτά και τα ημιανοιχτά<br />δ) <b>γλωσσ.</b> «[[κλειστά]] σύμφωνα» — τα σύμφωνα [[κατά]] την [[παραγωγή]] τών οποίων ένα ή περισσότερα μέρη της στοματικής κοιλότητας δημιουργούν φραγμό που εμποδίζει [[προς]] [[στιγμή]] τη ροή του ρεύματος του εκπνεόμενου αέρα [[προς]] την [[έξοδο]] της κοιλότητας, αλλ. έκτροτα ή στιγμιαία, σε [[αντιδιαστολή]] με τα διαρκή<br />ε) <b>(νομ.)</b> «κλειστό [[επάγγελμα]]» — [[επάγγελμα]] για το οποίο υπάρχουν περιορισμοί στην είσοδο νέων μελών<br />στ) «κλειστό [[φόρεμα]]» — όχι έξωμο<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλειστό</i><br />το [[γιλέκο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κλειστά]]<br />κλειδωμένα, κλεισμένα, [[σφαλιστά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλειστός:''' Ιων. κληΐστος, Αττ. [[κλῃστός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αυτός που μπορεί να κλεισθεί ή να είναι ασφαλισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. | |||
}} | }} |