Anonymous

κώλυμα: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />obstacle, empêchement.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />obstacle, empêchement.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κώλυμα]]) [[κωλύω]]<br />[[εμπόδιο]], [[πρόσκομμα]] (α. «προέκυψε σοβαρό [[κώλυμα]] στη [[διεκπεραίωση]] της υπόθεσης» β. «ἀγαθοῡ γὰρ [[ἰδέα]] οὖσα τὸ [[δέον]] φαίνεται δεσμὸς [[εἶναι]] καὶ [[κώλυμα]] φορᾱς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[άμυνα]], [[προφύλαξη]] («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}