Anonymous

λαμπετάω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[λάμπω]].
|auten=[[λάμπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαμπετάω:''' = [[λάμπω]], χρησιμ. μόνο στην Επικ. μτχ. [[λαμπετόων]], αυτός που λάμπει, [[ὄσσε]] δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην, σε Όμηρ.
}}
}}