λαμπετάω

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπετάω Medium diacritics: λαμπετάω Low diacritics: λαμπετάω Capitals: ΛΑΜΠΕΤΑΩ
Transliteration A: lampetáō Transliteration B: lampetaō Transliteration C: lampetao Beta Code: lampeta/w

English (LSJ)

A = λάμπω, shine, only in Ep. part. λαμπετόων shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Il.1.104 = Od.4.662, cf. Hes.Sc. 390; ἄστρα λαμπετόωντα Id.Th.110; τείρεα λ. A.R.3.1362.

German (Pape)

[Seite 12] poet. = λάμπω, nur im partic., leuchten, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Il. 1, 104 Od. 4, 662; Hes. Sc. 390; ἄστρα λαμπετόωντα Th. 310, wie τείρεα λαμπ. Ap. Rh. 3, 1362; a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

λαμπετῶ :
briller.
Étymologie: λάμπω.

Russian (Dvoretsky)

λαμπετάω: (только part. praes.) светить, сиять (ὄσσε δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λαμπετάω: λάμπω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπικ. μετοχὴν λαμπετόων, = λάμπων, ὄσσε δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Ἰλ. Α. 104, Ὀδ. Δ. 662, Ἡσιόδ., Ἀσπ. Ἡρ. 390· - ἄστρα λαμπετόωντα ὁ αὐτ. ἐν Θ. 110· τείρεα λ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1362.

English (Autenrieth)

λάμπω.

Greek Monotonic

λαμπετάω: = λάμπω, χρησιμ. μόνο στην Επικ. μτχ. λαμπετόων, αυτός που λάμπει, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην, σε Όμηρ.

Middle Liddell

λαμπετάω, = λάμπω
to shine, only in epic part. λαμπετόων, shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.