Anonymous

λωΐων: Difference between revisions

From LSJ
1,126 bytes added ,  31 December 2018
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον :<br />v. *λῶϊς.
|btext=ων, ον :<br />v. *λῶϊς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λωΐων:''' ὁ, ἡ, λώϊον, τό, Αττ. [[λῴων]], [[λῷον]], αιτ. ενικ. και ουδ. πληθ. <i>λῴω</i> (αντί <i>λῴονα</i>)· αιτ. πληθ. <i>λῴους</i> (αντί <i>λῴονας</i>), ουδ. <i>λώϊα</i> (από [[λάω]] Β, <i>λῶ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> περισσότερο [[επιθυμητός]], περισσότερο [[ευχάριστος]], και γενικά, [[καλύτερος]], <i>τόδελώιόν ἐστι</i>, σε Όμηρ.· και ως επίρρ., καλύτερα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, συγκρ. <i>λωΐτερος</i>, <i>-ον</i>, στο ουδ., λωίτερον [[καί]] [[ἄμεινον]], στο ίδ.· στους Αττ. ποιητές, το [[λῴων]] χρησιμ. ως συγκρ. του [[ἀγαθός]]·<br /><b class="num">II.</b> υπερθ. [[λῷστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Θέογν., Αττ.· <i>τὰ λῷστα βουλεύειν</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὦ λῷστε</i>, ω! [[καλέ]] μου φίλε, σε Πλάτ.
}}
}}