Anonymous

λωΐων: Difference between revisions

From LSJ
445 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λωΐων:''' ὁ, ἡ, λώϊον, τό, Αττ. [[λῴων]], [[λῷον]], αιτ. ενικ. και ουδ. πληθ. <i>λῴω</i> (αντί <i>λῴονα</i>)· αιτ. πληθ. <i>λῴους</i> (αντί <i>λῴονας</i>), ουδ. <i>λώϊα</i> (από [[λάω]] Β, <i>λῶ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> περισσότερο [[επιθυμητός]], περισσότερο [[ευχάριστος]], και γενικά, [[καλύτερος]], <i>τόδελώιόν ἐστι</i>, σε Όμηρ.· και ως επίρρ., καλύτερα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, συγκρ. <i>λωΐτερος</i>, <i>-ον</i>, στο ουδ., λωίτερον [[καί]] [[ἄμεινον]], στο ίδ.· στους Αττ. ποιητές, το [[λῴων]] χρησιμ. ως συγκρ. του [[ἀγαθός]]·<br /><b class="num">II.</b> υπερθ. [[λῷστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Θέογν., Αττ.· <i>τὰ λῷστα βουλεύειν</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὦ λῷστε</i>, ω! [[καλέ]] μου φίλε, σε Πλάτ.
|lsmtext='''λωΐων:''' ὁ, ἡ, λώϊον, τό, Αττ. [[λῴων]], [[λῷον]], αιτ. ενικ. και ουδ. πληθ. <i>λῴω</i> (αντί <i>λῴονα</i>)· αιτ. πληθ. <i>λῴους</i> (αντί <i>λῴονας</i>), ουδ. <i>λώϊα</i> (από [[λάω]] Β, <i>λῶ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> περισσότερο [[επιθυμητός]], περισσότερο [[ευχάριστος]], και γενικά, [[καλύτερος]], <i>τόδελώιόν ἐστι</i>, σε Όμηρ.· και ως επίρρ., καλύτερα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, συγκρ. <i>λωΐτερος</i>, <i>-ον</i>, στο ουδ., λωίτερον [[καί]] [[ἄμεινον]], στο ίδ.· στους Αττ. ποιητές, το [[λῴων]] χρησιμ. ως συγκρ. του [[ἀγαθός]]·<br /><b class="num">II.</b> υπερθ. [[λῷστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Θέογν., Αττ.· <i>τὰ λῷστα βουλεύειν</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὦ λῷστε</i>, ω! [[καλέ]] μου φίλε, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λωΐων:''' стяж. [[λῴων]] 2, gen. ονος (superl. [[λῷστος]]) [λῶ] более желательный, лучший (πολὺ λώϊόν ἐστι Hom.; ταῦτ᾽ [[ἐμοῦ]] [[λῷον]] φρονεῖ Soph.): [[λῷον]] καὶ [[ἄμεινον]] Xen. значительно целесообразнее; (в обращении) ὦ λῷστε! Xen., Plat. бесценный мой!
}}
}}