Anonymous

λείχω: Difference between revisions

From LSJ
377 bytes added ,  31 December 2018
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λείχω]] (Α)<br />[[γλείφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[λείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leiĝh</i>- «[[γλείφω]]», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. [[αλλά]] με διαφορετικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lingo</i>, αρχ. ινδ. <i>lihati</i>, αρμεν. <i>lizum</i>, <i>lizem</i>, <i>lizanem</i>, γοτθ. <i>bilaigon</i>, ιρλδ. <i>ligim</i>). Τα παρ. [[λιχανός]], [[λίχνος]], <i>λιχμῶμαι</i>, που εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>λιχ</i>-, οδηγούν στην [[υπόθεση]] ότι το ρ. θα σχημάτιζε ρηματικούς τ. από το ίδιο θ. (<i>λιχ</i>-). Από το σύνθ. <i>εκ</i>-[[λείχω]] σχηματίστηκε το [[γλείφω]]. Τα σύνθ., [[τέλος]], του τ. -<i>λοιχός</i> εμφανίζουν την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιματολοιχός]], [[τραπεζολοιχός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λειξούρα]], [[λειχήν]](<i>ας</i>), [[λιχανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιχάς]], [[λιχμάζω]], [[λιχμαίνω]], [[λιχμάς]], [[λιχμώ]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λείξουρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λείξη</i>, [[λειξιάρης]], [[λειχούδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λειχήνωρ]], [[λειχομύλη]], [[λειχοπίναξ]]. (Β' συνθετικό) [[περιλείχω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναλείχω]], [[απολείχω]], [[διαλείχω]], [[εκλείχω]], <i>ελλείχω</i>, [[επιλείχω]]].
|mltxt=[[λείχω]] (Α)<br />[[γλείφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[λείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leiĝh</i>- «[[γλείφω]]», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. [[αλλά]] με διαφορετικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lingo</i>, αρχ. ινδ. <i>lihati</i>, αρμεν. <i>lizum</i>, <i>lizem</i>, <i>lizanem</i>, γοτθ. <i>bilaigon</i>, ιρλδ. <i>ligim</i>). Τα παρ. [[λιχανός]], [[λίχνος]], <i>λιχμῶμαι</i>, που εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>λιχ</i>-, οδηγούν στην [[υπόθεση]] ότι το ρ. θα σχημάτιζε ρηματικούς τ. από το ίδιο θ. (<i>λιχ</i>-). Από το σύνθ. <i>εκ</i>-[[λείχω]] σχηματίστηκε το [[γλείφω]]. Τα σύνθ., [[τέλος]], του τ. -<i>λοιχός</i> εμφανίζουν την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιματολοιχός]], [[τραπεζολοιχός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λειξούρα]], [[λειχήν]](<i>ας</i>), [[λιχανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιχάς]], [[λιχμάζω]], [[λιχμαίνω]], [[λιχμάς]], [[λιχμώ]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λείξουρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λείξη</i>, [[λειξιάρης]], [[λειχούδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λειχήνωρ]], [[λειχομύλη]], [[λειχοπίναξ]]. (Β' συνθετικό) [[περιλείχω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναλείχω]], [[απολείχω]], [[διαλείχω]], [[εκλείχω]], <i>ελλείχω</i>, [[επιλείχω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λείχω:''' μέλ. <i>λείξω</i>, αόρ. <i>ἔλειξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[γλείφω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ανώμ. μτχ. παρακ., γλώσσῃσι [[λελειχμότες]], αυτοί που παίζουν με τις γλώσσες τους, σε Ησίοδ.
}}
}}