Anonymous

λείχω: Difference between revisions

From LSJ
115 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λείχω:''' μέλ. <i>λείξω</i>, αόρ. <i>ἔλειξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[γλείφω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ανώμ. μτχ. παρακ., γλώσσῃσι [[λελειχμότες]], αυτοί που παίζουν με τις γλώσσες τους, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''λείχω:''' μέλ. <i>λείξω</i>, αόρ. <i>ἔλειξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[γλείφω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ανώμ. μτχ. παρακ., γλώσσῃσι [[λελειχμότες]], αυτοί που παίζουν με τις γλώσσες τους, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λείχω:''' лизать, слизывать (τι Her.; αἵματος Aesch., Arst.).
}}
}}