Anonymous

λύγξ: Difference between revisions

From LSJ
488 bytes added ,  31 December 2018
5
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λύγξ]], -γκός, και -γγός, ο, η)<br /><b>βλ.</b> [[λύγκας]].———————— <b>(II)</b><br />ο (Α [[λύγξ]], -γγός, η, και, σπαν., ο)<br />[[λόξυγγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυγγ</i>- του [[λύζω]]. (Για τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] [[λύζω]] και [[λύγξ]] <b>βλ.</b> [[λύζω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λύγξ]], -γκός, και -γγός, ο, η)<br /><b>βλ.</b> [[λύγκας]].———————— <b>(II)</b><br />ο (Α [[λύγξ]], -γγός, η, και, σπαν., ο)<br />[[λόξυγγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυγγ</i>- του [[λύζω]]. (Για τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] [[λύζω]] και [[λύγξ]] <b>βλ.</b> [[λύζω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λύγξ:''' ἡ, γεν. <i>λυγγός</i> ([[λύζω]])· σπασμωδική [[πάθηση]] του λάρυγγα, [[λόξυγγας]], <i>λύγξκενή</i>, μάταιη [[σύσπαση]] για εμετό, [[χωρίς]] δηλ. να ακολουθήσει [[κένωση]] στομάχου, σε Θουκ.<br /><b class="num">• [[λύγξ]]:</b> ὁ, ἡ, γεν. <i>λυγκός</i>, κάποιο σαρκοφάγο ζώο, σε Ευρ., κ.λπ.
}}
}}