Anonymous

λυσσώδης: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λυσσώδης]], -ῶδες) [[λύσσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[λύσσα]], [[λυσσασμένος]]<br /><b>2.</b> [[λυσσαλέος]], [[μανιώδης]] (α. «[[λυσσώδης]] [[έχθρα]]<br />β. «[[λυσσώδης]] [[μάχη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λυσσώδες</i><br />η [[μανιώδης]] [[ορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται σε [[κατάσταση]] παραφροσύνης («[[λυσσώδης]] [[νόσος]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυσσωδώς</i><br />με λυσσώδη τρόπο, με ακατάβλητη [[ορμή]].
|mltxt=-ες (Α [[λυσσώδης]], -ῶδες) [[λύσσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[λύσσα]], [[λυσσασμένος]]<br /><b>2.</b> [[λυσσαλέος]], [[μανιώδης]] (α. «[[λυσσώδης]] [[έχθρα]]<br />β. «[[λυσσώδης]] [[μάχη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λυσσώδες</i><br />η [[μανιώδης]] [[ορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται σε [[κατάσταση]] παραφροσύνης («[[λυσσώδης]] [[νόσος]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυσσωδώς</i><br />με λυσσώδη τρόπο, με ακατάβλητη [[ορμή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λυσσώδης:''' -ες ([[εἶδος]])·<br /><b class="num">1.</b> όμοιος με λυσσασμένο, [[μανιώδης]], μαινόμενος, λέγεται για πολεμική [[ορμή]], [[μανία]], παροξυσμό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από [[τρέλα]], [[μανία]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}