Anonymous

μαστίω: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαστίω]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαστίζω]]) [[μαστίζω]], [[μαστιγώνω]], [[πλήττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]] «[[μάστιγα]]».].
|mltxt=[[μαστίω]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαστίζω]]) [[μαστίζω]], [[μαστιγώνω]], [[πλήττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]] «[[μάστιγα]]».].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαστίω:''' μόνο σε ενεστ., [[μαστιγώνω]], [[ραβδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται</i>, (το [[λιοντάρι]]) που χτυπάει τα [[πλευρά]] του με την [[ουρά]] του, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}