Anonymous

μεγαίρω: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μεγάλο ή ως [[πάρα]] πολύ μεγάλο<br /><b>2.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]] [[κάτι]] που έχει [[κάποιος]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ το γ' [[Ἀπόλλων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἀμφὶ δὲ νεκροῑσιν κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βασκαίνω]], [[ματιάζω]] («ἐχθοδοποῑσιν ὄμμασι χαλκείοιο Τάλω ἐμέγηρεν ὀπωπάς», Απολλ.Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μεγαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μεγαρ</i>-<i>jω</i>) με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γεραίρω]], [[εχθαίρω]]) συνδέεται με αρμ. <i>mecarem</i> «[[εκτιμώ]]». Το ρ. έχει παραχθεί πιθ. από ένα αμάρτυρο <i>μεγαρ</i> ή <i>μεγαρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρήματος από «[[θεωρώ]] [[κάτι]] μεγάλο, [[θαυμάζω]]» σε «[[ζηλεύω]], [[φθονώ]], [[ματιάζω]]» <b>βλ.</b> και λ. [[άγαμαι]])].
|mltxt=[[μεγαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μεγάλο ή ως [[πάρα]] πολύ μεγάλο<br /><b>2.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]] [[κάτι]] που έχει [[κάποιος]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ το γ' [[Ἀπόλλων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἀμφὶ δὲ νεκροῑσιν κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βασκαίνω]], [[ματιάζω]] («ἐχθοδοποῑσιν ὄμμασι χαλκείοιο Τάλω ἐμέγηρεν ὀπωπάς», Απολλ.Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μεγαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μεγαρ</i>-<i>jω</i>) με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γεραίρω]], [[εχθαίρω]]) συνδέεται με αρμ. <i>mecarem</i> «[[εκτιμώ]]». Το ρ. έχει παραχθεί πιθ. από ένα αμάρτυρο <i>μεγαρ</i> ή <i>μεγαρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρήματος από «[[θεωρώ]] [[κάτι]] μεγάλο, [[θαυμάζω]]» σε «[[ζηλεύω]], [[φθονώ]], [[ματιάζω]]» <b>βλ.</b> και λ. [[άγαμαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεγαίρω:''' ([[μέγας]]), αόρ. αʹ [[ἐμέγηρα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] [[πολύ]] μεγάλο, [[φθονώ]] κάποιον για [[κάτι]] [[πολύ]] σημαντικό γι' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με απαρ., [[μηδὲ]] μεγήρῃς [[ἡμῖν]] τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα, μη μας ζηλεύεις [[επειδή]] κατορθώσαμε αυτά τα έργα, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. και απαρ., μνηστῆρας [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν, δεν [[παραπονούμαι]] για [[κάτι]] που θα έκαναν οι μνηστήρες, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[αισθάνομαι]] φθόνο για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ., ἢ [[πύξ]], <i>ἠὲ πάλῃ</i>, <i>ἢ καὶ ποσίν</i>, [[οὔτι]] [[μεγαίρω]], δεν [[ενδιαφέρομαι]] (για [[κάτι]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> με γεν. πράγμ., <i>βιότοιο μεγήρας</i>, τον [[ζηλεύω]] για τον τρόπο ζωής του (λέγεται για τον Αντίλοχο), σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ [[μεγαίρω]] τοῦδέ σοι δωρήματος, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">5.</b> Παθ., είμαι [[επίφθονος]], είμαι [[αντικείμενο]] φθόνου, με ζηλεύουν, σε Ανθ.
}}
}}