Anonymous

μάρναμαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάρναμαι]] (Α)<br />(αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.)<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] [[εναντίον]] κάποιου ή για κάποιον ή ως [[σύμμαχος]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] με όλες μου τις δυνάμεις για [[κάτι]] («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φιλονικώ]], [[καβγαδίζω]], [[ερίζω]], τσακώνομαι με [[λόγια]] («εἰ σφῶιν [[τάδε]] [[πάντα]] πυθοίατο μαρναμένοιιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μάρναμαι]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>mr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[φθείρω]], [[αφανίζω]], [[συλλαμβάνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>mrnati</i> «[[συντρίβω]], [[αφανίζω]]» και, ως [[προς]] τη σημ., αρμ. <i>mart</i> «[[πολεμώ]]»). Κατ' αυτήν την [[άποψη]] η αρχική σημ. του [[μάρναμαι]] «[[αρπάζω]], [[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]]» εξελίχθηκε σε «[[μάχομαι]], [[πολεμώ]]». Η [[σύνδεση]] του ρ. με το [[μάρμαρος]] και το [[μαραίνω]] θεωρείται αμφίβολη].
|mltxt=[[μάρναμαι]] (Α)<br />(αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.)<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] [[εναντίον]] κάποιου ή για κάποιον ή ως [[σύμμαχος]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] με όλες μου τις δυνάμεις για [[κάτι]] («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φιλονικώ]], [[καβγαδίζω]], [[ερίζω]], τσακώνομαι με [[λόγια]] («εἰ σφῶιν [[τάδε]] [[πάντα]] πυθοίατο μαρναμένοιιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μάρναμαι]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>mr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[φθείρω]], [[αφανίζω]], [[συλλαμβάνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>mrnati</i> «[[συντρίβω]], [[αφανίζω]]» και, ως [[προς]] τη σημ., αρμ. <i>mart</i> «[[πολεμώ]]»). Κατ' αυτήν την [[άποψη]] η αρχική σημ. του [[μάρναμαι]] «[[αρπάζω]], [[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]]» εξελίχθηκε σε «[[μάχομαι]], [[πολεμώ]]». Η [[σύνδεση]] του ρ. με το [[μάρμαρος]] και το [[μαραίνω]] θεωρείται αμφίβολη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάρνᾰμαι:''' Επικ. προστ. [[μάρναο]], απαρ. <i>μάρνασθαι</i>, παρατ. <i>ἐμαρνάμην</i>, <i>-αο</i>, <i>-ατο</i>, Επικ. <i>μάρνατο</i>, γʹ δυϊκ. <i>ἐμαρνάσθην</i>, πληθ. <i>ἐμαρνάμεσθα</i>, Επικ. <i>μαρνάμεθα</i>, γʹ πληθ. <i>μάρναντο</i>·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[πολεμώ]], [[μάχομαι]], <i>τινι</i>, με ή [[εναντίον]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἐπί]] τινι, στο ίδ.· [[πρός]] τινα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καυγαδίζω]], [[λογομαχώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> σε Πίνδ., [[συναγωνίζομαι]], [[παλεύω]], [[προσπαθώ]] σκληρά για το καλύτερο, σε Πίνδ.
}}
}}