Anonymous

μεμπτός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεμπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. <i>μεμπτότερος</i>, σε Θουκ.· οὐ [[μεμπτός]], δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. [[μεμπτῶς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Σοφ.· όπου το [[μεμπτός]] είναι θηλ. αντί <i>-τή</i>.
|lsmtext='''μεμπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. <i>μεμπτότερος</i>, σε Θουκ.· οὐ [[μεμπτός]], δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. [[μεμπτῶς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Σοφ.· όπου το [[μεμπτός]] είναι θηλ. αντί <i>-τή</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''μεμπτός:''' 3, редко Soph.<br /><b class="num">1)</b> заслуживающий порицания, неудовлетворительный (τὴν ἰδέαν οὐ μ. [[Ion]] ap. Plut.): μ. κατὰ τὸ [[πλῆθος]] Her. численно недостаточный; οὐ μ. [[μισθός]] Plat. немаловажное приобретение; τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν [[ἐστί]] σοι [[γάνος]]; Eur. чем же, по-твоему, плоха красота Нила?;<br /><b class="num">2)</b> порицающий, упрекающий (τινι Soph.).
}}
}}