3,277,286
edits
(24) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM [[μετά]], Α και [[μέτα]], ποιητ. τ. [[μεταί]])<br />([[πρόθεση]])<br /><b>1.</b> όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) [[συνοδεία]], [[ομού]], [[μαζί]] με (α. «[[μετά]] τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῡ, κατ' ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ)<br />β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει [[κάτι]] (α. «μίλησε [[μετά]] παρρησίας» β. «[[μετά]] φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» γ. «καὶ σώφρονες [[μετὰ]] ἀνδρείας καὶ ἀνδρεῑοι [[μετὰ]] σωφροσύνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όταν συντάσσεται με αιτ. δηλώνει: α) [[ακολουθία]] τοπική, ύστερα, [[έπειτα]] από (α. «το [[φαρμακείο]] [[είναι]] [[μετά]] τον δεύτερο δρόμο αριστερά» β. «[[μετὰ]] δὲ τὸν Χάραδρον ἐρείπια... πόλεώς ἐστιν Ἀργυρᾱς», <b>Παυσ.</b>)<br />β) [[ακολουθία]] χρονική, [[κατόπιν]], [[έπειτα]], ὕστερα από (α. «[[μετά]] Χριστόν» β. «μετ' [[ολίγον]]» γ. «[[μετά]] μεσημβρίαν» δ. «[[μετά]] [[τρίτον]] [[ἔτος]]», Θεοφρ.)<br />γ) [[ακολουθία]] [[κατά]] [[τάξη]] κάλλους, μεγέθους, δύναμης, αξιώματος κ.λπ. (α. «ο [[Γερμανός]] [[δρομέας]] ήλθε [[πρώτος]] [[μετά]] τον Έλληνα στον αγώνα τών 100 μέτρων» β. «[[κάλλιστος]] ἀνὴρ... τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) [[σχέση]] [[μεταξύ]] αιτίας και αποτελέσματος («[[μετά]] από τόσες και τόσες απουσίες επόμενο ήταν να απορριφθεί»)<br /><b>3.</b> (απολύτως ως επίρρ.) [[κατόπιν]], ύστερα, [[έπειτα]] (α. «θα τά πούμε [[μετά]]» β. «[[πρόσθε]] μὲν ἱππῆες, [[μετὰ]] δὲ [[νέφος]] εἵπετο πεζῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) δηλώνει [[διαδοχή]] σε [[αξίωμα]], [[ασχολία]] κ.λπ. («[[μετά]] την [[πτώση]] της δικτατορίας επανήλθε η [[δημοκρατία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετά]] μένα», «[[μετά]] [[σένα]]» κ.λπ.<br />[[μαζί]] μου, [[μαζί]] σου κ.λπ.<br />β) «[[μόλις]] και [[μετά]] βίας» — με [[δυσκολία]]<br />γ) «[[μετά]] [[τιμής]]», «μεθ' υπολήψεως», «μετ' αγάπης» — τιμητική [[έκφραση]] σε επιστολές και έγγραφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αιτ.) με τη [[βοήθεια]] ή με τη [[συναίνεση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. και δοτ.) στο [[μέσο]], [[μεταξύ]] (α. «[[μετὰ]] τῶν θεῶν διάγουσα», <b>Πλάτ.</b><br />β. «Ἕκτωρ ὃτὲ μέν τε [[μετὰ]] πρώτοισι φάνεσκεν, [[ἄλλοτε]] δ' ἐν πυμάτοισι κελεύων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) α) ενώπιον<br />β) [[προσέτι]], [[εκτός]] από («αὐτὰρ ἐγὼ [[πέμπτος]] [[μετὰ]] τοῑσιν ἐλέγμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ.) α) στο [[μέσο]] πλήθους («ἵκοντο [[μετὰ]] Τρῶας καὶ Ἀχαιούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) σε [[αναζήτηση]] κάποιου προσώπου («ἔρχεο... μεθ' Ἕκτορα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) για κάποιο σκοπό («[[μετὰ]] στέφανον ἰών», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετὰ]] τοῡ χρόνου» — με την πάροδο του χρόνου<br />β) «μεθ' ἡμέραν», «[[μετὰ]] νύκτας» — [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br />γ) «[[εἰμὶ]] [[μετά]] τινος» — [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[είμαι]] [[υπερασπιστής]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>me</i>- «στο [[μέσο]]», ενώ το <i>ta</i> οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[κατά]] το [[κατά]] και συνδέεται πιθ. με αντίστοιχα στοιχεία της Γερμανικής (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ισλδ. <i>med</i>, γοτθ. <i>mip</i>, αγγλοσαξ. <i>mid</i>(<i>i</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>mit</i>(<i>i</i>). Συνδέεται [[επίσης]] με κύρια ονόματα της Ιλλυρικής (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Metu</i>-<i>barbis</i> «[[ανάμεσα]] στους βάλτους», <i>Met</i>-<i>apa</i>, <i>Μετ</i>-<i>άπιοι</i>) και πιθ. με τα [[μέχρι]] και [[μέσος]]. Η λ. [[μετά]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>meta</i> και πιθ. στις σύνθετες λ. <i>metakekumena</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χέω</i>) και <i>metakitita</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτίζω]]). Η λ. [[μετά]] χρησιμοποιείται ως [[επίρρημα]], ως [[πρόθεση]] (συντασσόμενη με γενική, [[δοτική]] και αιτιατ.) και [[ευρέως]] εν συνθέσει (<b>βλ.</b> <i>μετ</i>[[α]]). Ως [[πρόθεση]] η [[μετά]] απαντά με τις μορφές <i>μετ</i>' [[πριν]] από ψιλούμενη (<i>μετ</i>' <i>ἀρετῆς</i>) και <i>μεθ</i>' [[πριν]] από δασυνόμενη λ. (<i>μεθ</i>' <i>ἡμῶν</i>). Ο [[ποιητικός]] τ. [[μεταί]] απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεται</i>-<i>βολία</i>) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τα [[καταί]], [[παραί]]. Η αρχική σημ. της πρόθεσης [[μετά]] [[είναι]] «[[μεταξύ]]», ενώ η σημ. «[[μαζί]]» (της πρόθεσης [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> γενική) [[είναι]] μεταγενέστερη και χρησιμοποιείται παράλληλα με την [[πρόθεση]] <i>συν</i>, ενώ [[υστερογενής]] [[είναι]] και η χρονική σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[μετά]] ταύτα</i>). Ο τ. [[μέτα]] ως [[επίρρημα]] έχει τη σημ. «[[μεταξύ]], [[πίσω]]». Σε ορισμένες διαλέκτους (<b>[[πρβλ]].</b> αιολ., δωρ. αρκαδ.), παράλληλα με την [[πρόθεση]] [[μετά]] χρησιμοποιείται η [[πρόθεση]] [[πεδά]]. Τέλος, η [[πρόθεση]] [[μετά]] εμφανίζεται και με τις μορφές <i>με</i> και [[ματά]]]. | |mltxt=(ΑM [[μετά]], Α και [[μέτα]], ποιητ. τ. [[μεταί]])<br />([[πρόθεση]])<br /><b>1.</b> όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) [[συνοδεία]], [[ομού]], [[μαζί]] με (α. «[[μετά]] τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῡ, κατ' ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ)<br />β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει [[κάτι]] (α. «μίλησε [[μετά]] παρρησίας» β. «[[μετά]] φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» γ. «καὶ σώφρονες [[μετὰ]] ἀνδρείας καὶ ἀνδρεῑοι [[μετὰ]] σωφροσύνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όταν συντάσσεται με αιτ. δηλώνει: α) [[ακολουθία]] τοπική, ύστερα, [[έπειτα]] από (α. «το [[φαρμακείο]] [[είναι]] [[μετά]] τον δεύτερο δρόμο αριστερά» β. «[[μετὰ]] δὲ τὸν Χάραδρον ἐρείπια... πόλεώς ἐστιν Ἀργυρᾱς», <b>Παυσ.</b>)<br />β) [[ακολουθία]] χρονική, [[κατόπιν]], [[έπειτα]], ὕστερα από (α. «[[μετά]] Χριστόν» β. «μετ' [[ολίγον]]» γ. «[[μετά]] μεσημβρίαν» δ. «[[μετά]] [[τρίτον]] [[ἔτος]]», Θεοφρ.)<br />γ) [[ακολουθία]] [[κατά]] [[τάξη]] κάλλους, μεγέθους, δύναμης, αξιώματος κ.λπ. (α. «ο [[Γερμανός]] [[δρομέας]] ήλθε [[πρώτος]] [[μετά]] τον Έλληνα στον αγώνα τών 100 μέτρων» β. «[[κάλλιστος]] ἀνὴρ... τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) [[σχέση]] [[μεταξύ]] αιτίας και αποτελέσματος («[[μετά]] από τόσες και τόσες απουσίες επόμενο ήταν να απορριφθεί»)<br /><b>3.</b> (απολύτως ως επίρρ.) [[κατόπιν]], ύστερα, [[έπειτα]] (α. «θα τά πούμε [[μετά]]» β. «[[πρόσθε]] μὲν ἱππῆες, [[μετὰ]] δὲ [[νέφος]] εἵπετο πεζῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) δηλώνει [[διαδοχή]] σε [[αξίωμα]], [[ασχολία]] κ.λπ. («[[μετά]] την [[πτώση]] της δικτατορίας επανήλθε η [[δημοκρατία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετά]] μένα», «[[μετά]] [[σένα]]» κ.λπ.<br />[[μαζί]] μου, [[μαζί]] σου κ.λπ.<br />β) «[[μόλις]] και [[μετά]] βίας» — με [[δυσκολία]]<br />γ) «[[μετά]] [[τιμής]]», «μεθ' υπολήψεως», «μετ' αγάπης» — τιμητική [[έκφραση]] σε επιστολές και έγγραφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αιτ.) με τη [[βοήθεια]] ή με τη [[συναίνεση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. και δοτ.) στο [[μέσο]], [[μεταξύ]] (α. «[[μετὰ]] τῶν θεῶν διάγουσα», <b>Πλάτ.</b><br />β. «Ἕκτωρ ὃτὲ μέν τε [[μετὰ]] πρώτοισι φάνεσκεν, [[ἄλλοτε]] δ' ἐν πυμάτοισι κελεύων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) α) ενώπιον<br />β) [[προσέτι]], [[εκτός]] από («αὐτὰρ ἐγὼ [[πέμπτος]] [[μετὰ]] τοῑσιν ἐλέγμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ.) α) στο [[μέσο]] πλήθους («ἵκοντο [[μετὰ]] Τρῶας καὶ Ἀχαιούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) σε [[αναζήτηση]] κάποιου προσώπου («ἔρχεο... μεθ' Ἕκτορα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) για κάποιο σκοπό («[[μετὰ]] στέφανον ἰών», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετὰ]] τοῡ χρόνου» — με την πάροδο του χρόνου<br />β) «μεθ' ἡμέραν», «[[μετὰ]] νύκτας» — [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br />γ) «[[εἰμὶ]] [[μετά]] τινος» — [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[είμαι]] [[υπερασπιστής]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>me</i>- «στο [[μέσο]]», ενώ το <i>ta</i> οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[κατά]] το [[κατά]] και συνδέεται πιθ. με αντίστοιχα στοιχεία της Γερμανικής (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ισλδ. <i>med</i>, γοτθ. <i>mip</i>, αγγλοσαξ. <i>mid</i>(<i>i</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>mit</i>(<i>i</i>). Συνδέεται [[επίσης]] με κύρια ονόματα της Ιλλυρικής (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Metu</i>-<i>barbis</i> «[[ανάμεσα]] στους βάλτους», <i>Met</i>-<i>apa</i>, <i>Μετ</i>-<i>άπιοι</i>) και πιθ. με τα [[μέχρι]] και [[μέσος]]. Η λ. [[μετά]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>meta</i> και πιθ. στις σύνθετες λ. <i>metakekumena</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χέω</i>) και <i>metakitita</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτίζω]]). Η λ. [[μετά]] χρησιμοποιείται ως [[επίρρημα]], ως [[πρόθεση]] (συντασσόμενη με γενική, [[δοτική]] και αιτιατ.) και [[ευρέως]] εν συνθέσει (<b>βλ.</b> <i>μετ</i>[[α]]). Ως [[πρόθεση]] η [[μετά]] απαντά με τις μορφές <i>μετ</i>' [[πριν]] από ψιλούμενη (<i>μετ</i>' <i>ἀρετῆς</i>) και <i>μεθ</i>' [[πριν]] από δασυνόμενη λ. (<i>μεθ</i>' <i>ἡμῶν</i>). Ο [[ποιητικός]] τ. [[μεταί]] απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεται</i>-<i>βολία</i>) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τα [[καταί]], [[παραί]]. Η αρχική σημ. της πρόθεσης [[μετά]] [[είναι]] «[[μεταξύ]]», ενώ η σημ. «[[μαζί]]» (της πρόθεσης [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> γενική) [[είναι]] μεταγενέστερη και χρησιμοποιείται παράλληλα με την [[πρόθεση]] <i>συν</i>, ενώ [[υστερογενής]] [[είναι]] και η χρονική σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[μετά]] ταύτα</i>). Ο τ. [[μέτα]] ως [[επίρρημα]] έχει τη σημ. «[[μεταξύ]], [[πίσω]]». Σε ορισμένες διαλέκτους (<b>[[πρβλ]].</b> αιολ., δωρ. αρκαδ.), παράλληλα με την [[πρόθεση]] [[μετά]] χρησιμοποιείται η [[πρόθεση]] [[πεδά]]. Τέλος, η [[πρόθεση]] [[μετά]] εμφανίζεται και με τις μορφές <i>με</i> και [[ματά]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετά:''' ποιητ. [[μεταί]], Αιολ. και Δωρ. [[πεδά]] (βλ. αυτ.) — Παθ. με γεν., δοτ. και αιτ.<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.,<br /><b class="num">I.</b> στο [[μέσον]], [[ανάμεσα]] σ' ένα [[πλήθος]], <i>μετ' ἄλλων ἑταίρων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· πολλῶν [[μετὰ]] [[δούλων]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> από κοινού, μαζί, [[μετὰ]] Βοιωτῶν ἐμάχοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] ξυμμάχων κινδυνεύειν, σε Θουκ.· [[μετά]] τινος πάσχειν, [[στῆναι]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μαζί, με τη [[χρήση]], ἱκετεύειν [[μετὰ]] δακρύων, σε Πλάτ.· <i>μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν</i>, σε Ξεν.· ως, περίφρ. αντί επιρρ., [[ὁσίως]] καὶ μετ' ἀληθείας, σε Πλάτ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ.,<br /><b class="num">I.</b> μόνο ποιητ., [[κυρίως]] Επικ.,<br /><b class="num">1.</b> κανονικά, λέγεται για πρόσωπα, [[ανάμεσα]], με τη [[συνοδεία]], [[μετὰ]] τριτάτοισιν [[ἄνασσεν]], ο [[Νέστωρ]] βασίλευσε [[ανάμεσα]] στην [[τρίτη]] [[γενιά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[μετὰ]] [[νηυσί]], [[ἀστράσι]], [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] σε, σε Όμηρ.· [[μετὰ]] πνοιῇς ἀνέμοιο, με τη [[συνοδεία]] των ανέμων, τόσο γρήγοροι όσο αυτοί, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταξύ]], [[μετὰ]] χερσὶν ἔχειν, [[κρατώ]] [[ανάμεσα]], δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] φρεσίν, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό με, στο πλάι, [[πέμπτος]] [[μετὰ]] τοῖσιν, [[πέμπτος]] μαζί μ' αυτούς, σε Όμηρ.· σημ., το [[μετά]] δεν χρησιμ. [[ποτέ]] με δοτ. ενικ., με την [[εξαίρεση]] των περιληπτικών ονομάτων, [[μετὰ]] στρατῷ, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[κίνηση]], στη [[μέση]], το να έρχεται [[κάποιος]] [[ανάμεσα]] σε ένα [[πλήθος]], [[μετὰ]] φῦλα [[θεῶν]], σε Όμηρ.· [[μετὰ]] λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> σε [[επιδίωξη]] ή [[αναζήτηση]] κάποιου, [[βῆναι]] [[μετὰ]] Νέστορα, στο ίδ.· με εχθρική [[έννοια]], [[βῆναι]] [[μετά]] τινα, τον [[καταζητώ]], τον [[καταδιώκω]], στο ίδ.· επίσης, <i>βῆναιμετὰ πατρὸς ἀκουήν</i>, [[πηγαίνω]] να αναζητήσω [[νέα]] για τον [[πατέρα]] [[σου]], σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμον [[μέτα]] θωρήσσοντο, ήταν οπλισμένοι για τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για απλή [[ακολουθία]] ή [[διαδοχή]]:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[μετά]], [[αμέσως]] [[μετά]], [[πίσω]], <i>λαοὶ ἕπονθ'</i>, [[ὡσεὶ]] [[μετὰ]] κτίλον ἕσπετο μῆλα, όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον βοσκό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[μετά]], ακολούθως, αργότερα, μεθ' Ἕκτορα [[πότμος]] [[ἑτοῖμος]], [[μετά]] τον Έκτορα, ο θάνατός [[σου]] πλησιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] [[ταῦτα]], [[κατόπιν]], ύστερα, στους Αττ.· <i>μεθ' ἡμέραν</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για αξία, κοινωνική [[ιεραρχία]], [[μετά]] από, πιο [[κάτω]] από, που ακολουθ. από υπερθ., [[κάλλιστος]] ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b> σε [[συμφωνία]], σύμφωνα με, [[μετὰ]] σὸν καὶ ἐμὸν [[κῆρ]], όπως εσύ και εγώ [[εύχομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μετ'ὄγμον</i>, σύμφωνα με τη [[γραμμή]] του αυλακιού, στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b>γενικά, [[ανάμεσα]], [[μεταξύ]], όπως η [[σύνταξη]] με δοτ., [[μετὰ]] πάντας [[ἄριστος]], ο [[καλύτερος]] [[ανάμεσα]] σε όλους, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μετὰχεῖρας ἔχειν</i>, σε Ηρόδ. <b>Δ.</b> ΑΠΟΛ.,<br /><b class="num">I.</b> ως επίρρ., [[μεταξύ]] αυτών, μαζί με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> και [[κατόπιν]], [[αμέσως]] [[μετά]], ύστερα, σε Όμηρ., Ηρόδ. <b>Ε.</b> [[μέτα]] αντί <i>μέτεστι</i>, σε Ομήρ. Οδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[κοινωνία]],<br /><b class="num">1.</b> [[συμμετοχή]], όπως [[μεταδίδωμι]], [[μετέχω]], με γεν. πράγμ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[ενέργεια]], [[πράξη]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], όπως [[μεταδαίνυμαι]], με δοτ. προσ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[διάστημα]], όπως <i>μεταίχμιον</i>.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[διαδοχή]], όπως [[μεταδόρπιος]].<br /><b class="num">IV.</b> χρησιμ. για [[επιδίωξη]], όπως [[μετέρχομαι]].<br /><b class="num">V.</b> λέγεται για να δηλώσουμε ότι αφήνουμε [[κάτι]], όπως [[μεθίημι]].<br /><b class="num">VI.</b> [[κατόπιν]], [[πίσω]], όπως [[μετάφρενον]].<br /><b class="num">VII.</b> [[πίσω]] [[ξανά]], διαφορετικά, τροποποιημένα, όπως [[μετατρέπω]], [[μεταστρέφω]].<br /><b class="num">VIII.</b> [[πολύ]] [[συχνά]] λέγεται για [[αλλαγή]] τόπου, κατάστασης, σχεδίου, κ.λπ., όπως [[μεταβαίνω]], [[μεταβουλεύω]] κ.λπ. | |||
}} | }} |