3,277,286
edits
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετά:''' ποιητ. [[μεταί]], Αιολ. και Δωρ. [[πεδά]] (βλ. αυτ.) — Παθ. με γεν., δοτ. και αιτ.<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.,<br /><b class="num">I.</b> στο [[μέσον]], [[ανάμεσα]] σ' ένα [[πλήθος]], <i>μετ' ἄλλων ἑταίρων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· πολλῶν [[μετὰ]] [[δούλων]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> από κοινού, μαζί, [[μετὰ]] Βοιωτῶν ἐμάχοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] ξυμμάχων κινδυνεύειν, σε Θουκ.· [[μετά]] τινος πάσχειν, [[στῆναι]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μαζί, με τη [[χρήση]], ἱκετεύειν [[μετὰ]] δακρύων, σε Πλάτ.· <i>μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν</i>, σε Ξεν.· ως, περίφρ. αντί επιρρ., [[ὁσίως]] καὶ μετ' ἀληθείας, σε Πλάτ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ.,<br /><b class="num">I.</b> μόνο ποιητ., [[κυρίως]] Επικ.,<br /><b class="num">1.</b> κανονικά, λέγεται για πρόσωπα, [[ανάμεσα]], με τη [[συνοδεία]], [[μετὰ]] τριτάτοισιν [[ἄνασσεν]], ο [[Νέστωρ]] βασίλευσε [[ανάμεσα]] στην [[τρίτη]] [[γενιά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[μετὰ]] [[νηυσί]], [[ἀστράσι]], [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] σε, σε Όμηρ.· [[μετὰ]] πνοιῇς ἀνέμοιο, με τη [[συνοδεία]] των ανέμων, τόσο γρήγοροι όσο αυτοί, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταξύ]], [[μετὰ]] χερσὶν ἔχειν, [[κρατώ]] [[ανάμεσα]], δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] φρεσίν, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό με, στο πλάι, [[πέμπτος]] [[μετὰ]] τοῖσιν, [[πέμπτος]] μαζί μ' αυτούς, σε Όμηρ.· σημ., το [[μετά]] δεν χρησιμ. [[ποτέ]] με δοτ. ενικ., με την [[εξαίρεση]] των περιληπτικών ονομάτων, [[μετὰ]] στρατῷ, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[κίνηση]], στη [[μέση]], το να έρχεται [[κάποιος]] [[ανάμεσα]] σε ένα [[πλήθος]], [[μετὰ]] φῦλα [[θεῶν]], σε Όμηρ.· [[μετὰ]] λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> σε [[επιδίωξη]] ή [[αναζήτηση]] κάποιου, [[βῆναι]] [[μετὰ]] Νέστορα, στο ίδ.· με εχθρική [[έννοια]], [[βῆναι]] [[μετά]] τινα, τον [[καταζητώ]], τον [[καταδιώκω]], στο ίδ.· επίσης, <i>βῆναιμετὰ πατρὸς ἀκουήν</i>, [[πηγαίνω]] να αναζητήσω [[νέα]] για τον [[πατέρα]] [[σου]], σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμον [[μέτα]] θωρήσσοντο, ήταν οπλισμένοι για τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για απλή [[ακολουθία]] ή [[διαδοχή]]:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[μετά]], [[αμέσως]] [[μετά]], [[πίσω]], <i>λαοὶ ἕπονθ'</i>, [[ὡσεὶ]] [[μετὰ]] κτίλον ἕσπετο μῆλα, όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον βοσκό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[μετά]], ακολούθως, αργότερα, μεθ' Ἕκτορα [[πότμος]] [[ἑτοῖμος]], [[μετά]] τον Έκτορα, ο θάνατός [[σου]] πλησιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] [[ταῦτα]], [[κατόπιν]], ύστερα, στους Αττ.· <i>μεθ' ἡμέραν</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για αξία, κοινωνική [[ιεραρχία]], [[μετά]] από, πιο [[κάτω]] από, που ακολουθ. από υπερθ., [[κάλλιστος]] ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b> σε [[συμφωνία]], σύμφωνα με, [[μετὰ]] σὸν καὶ ἐμὸν [[κῆρ]], όπως εσύ και εγώ [[εύχομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μετ'ὄγμον</i>, σύμφωνα με τη [[γραμμή]] του αυλακιού, στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b>γενικά, [[ανάμεσα]], [[μεταξύ]], όπως η [[σύνταξη]] με δοτ., [[μετὰ]] πάντας [[ἄριστος]], ο [[καλύτερος]] [[ανάμεσα]] σε όλους, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μετὰχεῖρας ἔχειν</i>, σε Ηρόδ. <b>Δ.</b> ΑΠΟΛ.,<br /><b class="num">I.</b> ως επίρρ., [[μεταξύ]] αυτών, μαζί με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> και [[κατόπιν]], [[αμέσως]] [[μετά]], ύστερα, σε Όμηρ., Ηρόδ. <b>Ε.</b> [[μέτα]] αντί <i>μέτεστι</i>, σε Ομήρ. Οδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[κοινωνία]],<br /><b class="num">1.</b> [[συμμετοχή]], όπως [[μεταδίδωμι]], [[μετέχω]], με γεν. πράγμ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[ενέργεια]], [[πράξη]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], όπως [[μεταδαίνυμαι]], με δοτ. προσ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[διάστημα]], όπως <i>μεταίχμιον</i>.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[διαδοχή]], όπως [[μεταδόρπιος]].<br /><b class="num">IV.</b> χρησιμ. για [[επιδίωξη]], όπως [[μετέρχομαι]].<br /><b class="num">V.</b> λέγεται για να δηλώσουμε ότι αφήνουμε [[κάτι]], όπως [[μεθίημι]].<br /><b class="num">VI.</b> [[κατόπιν]], [[πίσω]], όπως [[μετάφρενον]].<br /><b class="num">VII.</b> [[πίσω]] [[ξανά]], διαφορετικά, τροποποιημένα, όπως [[μετατρέπω]], [[μεταστρέφω]].<br /><b class="num">VIII.</b> [[πολύ]] [[συχνά]] λέγεται για [[αλλαγή]] τόπου, κατάστασης, σχεδίου, κ.λπ., όπως [[μεταβαίνω]], [[μεταβουλεύω]] κ.λπ. | |lsmtext='''μετά:''' ποιητ. [[μεταί]], Αιολ. και Δωρ. [[πεδά]] (βλ. αυτ.) — Παθ. με γεν., δοτ. και αιτ.<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.,<br /><b class="num">I.</b> στο [[μέσον]], [[ανάμεσα]] σ' ένα [[πλήθος]], <i>μετ' ἄλλων ἑταίρων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· πολλῶν [[μετὰ]] [[δούλων]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> από κοινού, μαζί, [[μετὰ]] Βοιωτῶν ἐμάχοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] ξυμμάχων κινδυνεύειν, σε Θουκ.· [[μετά]] τινος πάσχειν, [[στῆναι]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> μαζί, με τη [[χρήση]], ἱκετεύειν [[μετὰ]] δακρύων, σε Πλάτ.· <i>μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν</i>, σε Ξεν.· ως, περίφρ. αντί επιρρ., [[ὁσίως]] καὶ μετ' ἀληθείας, σε Πλάτ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ.,<br /><b class="num">I.</b> μόνο ποιητ., [[κυρίως]] Επικ.,<br /><b class="num">1.</b> κανονικά, λέγεται για πρόσωπα, [[ανάμεσα]], με τη [[συνοδεία]], [[μετὰ]] τριτάτοισιν [[ἄνασσεν]], ο [[Νέστωρ]] βασίλευσε [[ανάμεσα]] στην [[τρίτη]] [[γενιά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[μετὰ]] [[νηυσί]], [[ἀστράσι]], [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] σε, σε Όμηρ.· [[μετὰ]] πνοιῇς ἀνέμοιο, με τη [[συνοδεία]] των ανέμων, τόσο γρήγοροι όσο αυτοί, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταξύ]], [[μετὰ]] χερσὶν ἔχειν, [[κρατώ]] [[ανάμεσα]], δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] φρεσίν, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό με, στο πλάι, [[πέμπτος]] [[μετὰ]] τοῖσιν, [[πέμπτος]] μαζί μ' αυτούς, σε Όμηρ.· σημ., το [[μετά]] δεν χρησιμ. [[ποτέ]] με δοτ. ενικ., με την [[εξαίρεση]] των περιληπτικών ονομάτων, [[μετὰ]] στρατῷ, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[κίνηση]], στη [[μέση]], το να έρχεται [[κάποιος]] [[ανάμεσα]] σε ένα [[πλήθος]], [[μετὰ]] φῦλα [[θεῶν]], σε Όμηρ.· [[μετὰ]] λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> σε [[επιδίωξη]] ή [[αναζήτηση]] κάποιου, [[βῆναι]] [[μετὰ]] Νέστορα, στο ίδ.· με εχθρική [[έννοια]], [[βῆναι]] [[μετά]] τινα, τον [[καταζητώ]], τον [[καταδιώκω]], στο ίδ.· επίσης, <i>βῆναιμετὰ πατρὸς ἀκουήν</i>, [[πηγαίνω]] να αναζητήσω [[νέα]] για τον [[πατέρα]] [[σου]], σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμον [[μέτα]] θωρήσσοντο, ήταν οπλισμένοι για τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για απλή [[ακολουθία]] ή [[διαδοχή]]:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[μετά]], [[αμέσως]] [[μετά]], [[πίσω]], <i>λαοὶ ἕπονθ'</i>, [[ὡσεὶ]] [[μετὰ]] κτίλον ἕσπετο μῆλα, όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον βοσκό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[μετά]], ακολούθως, αργότερα, μεθ' Ἕκτορα [[πότμος]] [[ἑτοῖμος]], [[μετά]] τον Έκτορα, ο θάνατός [[σου]] πλησιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] [[ταῦτα]], [[κατόπιν]], ύστερα, στους Αττ.· <i>μεθ' ἡμέραν</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για αξία, κοινωνική [[ιεραρχία]], [[μετά]] από, πιο [[κάτω]] από, που ακολουθ. από υπερθ., [[κάλλιστος]] ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b> σε [[συμφωνία]], σύμφωνα με, [[μετὰ]] σὸν καὶ ἐμὸν [[κῆρ]], όπως εσύ και εγώ [[εύχομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μετ'ὄγμον</i>, σύμφωνα με τη [[γραμμή]] του αυλακιού, στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b>γενικά, [[ανάμεσα]], [[μεταξύ]], όπως η [[σύνταξη]] με δοτ., [[μετὰ]] πάντας [[ἄριστος]], ο [[καλύτερος]] [[ανάμεσα]] σε όλους, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μετὰχεῖρας ἔχειν</i>, σε Ηρόδ. <b>Δ.</b> ΑΠΟΛ.,<br /><b class="num">I.</b> ως επίρρ., [[μεταξύ]] αυτών, μαζί με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> και [[κατόπιν]], [[αμέσως]] [[μετά]], ύστερα, σε Όμηρ., Ηρόδ. <b>Ε.</b> [[μέτα]] αντί <i>μέτεστι</i>, σε Ομήρ. Οδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[κοινωνία]],<br /><b class="num">1.</b> [[συμμετοχή]], όπως [[μεταδίδωμι]], [[μετέχω]], με γεν. πράγμ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[ενέργεια]], [[πράξη]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], όπως [[μεταδαίνυμαι]], με δοτ. προσ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[διάστημα]], όπως <i>μεταίχμιον</i>.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[διαδοχή]], όπως [[μεταδόρπιος]].<br /><b class="num">IV.</b> χρησιμ. για [[επιδίωξη]], όπως [[μετέρχομαι]].<br /><b class="num">V.</b> λέγεται για να δηλώσουμε ότι αφήνουμε [[κάτι]], όπως [[μεθίημι]].<br /><b class="num">VI.</b> [[κατόπιν]], [[πίσω]], όπως [[μετάφρενον]].<br /><b class="num">VII.</b> [[πίσω]] [[ξανά]], διαφορετικά, τροποποιημένα, όπως [[μετατρέπω]], [[μεταστρέφω]].<br /><b class="num">VIII.</b> [[πολύ]] [[συχνά]] λέγεται για [[αλλαγή]] τόπου, κατάστασης, σχεδίου, κ.λπ., όπως [[μεταβαίνω]], [[μεταβουλεύω]] κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετά:''' <b class="num">II</b> (возможна анастрофа, напр.: ὅπλων [[μέτα]] = [[μετὰ]] ὅπλων)<br /><b class="num">1)</b> praep. [[cum]] gen.; 1.1) между, среди, в числе, вместе с (μ. ἄλλων ἑταίρων Hom.): τῶν [[μέτα]] παλλόμενος Hom. когда (я) совместно с ними тянул жребий; τὸν μ. ἄστρων Ζῆνα! Eur. клянусь живущим среди звезд Зевсом!; μ. Βοιωτῶν μάχεσθαι Hom. сражаться совместно с беотийцами; μ. ἄλλων ὄντες Xen. находясь среди других; μ. οὐδενὸς [[ἀνδρῶν]] ναίων Soph. ни с кем (вместе) не обитая, т. е. вдали от людей; μ. τινος εἶναι или [[στῆναι]] Thuc., Xen.; быть с кем-л., т. е. быть чьим-л. сторонником, приверженцем; οἱ μ. Κύρου Xen. приверженцы Кира; οἱ μεθ᾽ [[ἑαυτοῦ]] στρατιῶται Xen. его солдаты; οἱ μ. [[αὐτοῦ]] Plat. его спутники; 1.2) посредством, путем, с помощью (μ. λόγου τε καὶ ἐπιστήμης Plat.): μ. τοῦ σώματος [[γνῶναι]] Plat. познать через посредство тела, т. е. посредством ощущений; μ. πλείστων πόνων καὶ ἀγώνων Lys. долгими усилиями и долгой борьбой; μεθ᾽ ὅπλων Eur. (с) оружием, т. е. силою оружия; μ. [[θεῶν]] Plat. с помощью богов; 1.3) при, в сопровождении (μ. κιθάρας Eur.): [[ἀρετὴ]] μ. φρονήσεως Plat. просвещенная добродетель; μ. κακῆς ἐλπίδος Plat. с дурными предчувствиями; μ. μέθης Plat. в состоянии опьянения; μ. παιδιᾶς καὶ οἴνου Thuc. под влиянием шаловливости и вина; μ. τέχνης Plat. с (большим) искусством, искусно; μ. τοῦ δικαίου Plat. по справедливости; [[δικαιοσύνη]] μ. φρονήσεως Plat. справедливость в сочетании с рассудительностью; 1.4) сообразно, в соответствии: μ. καιροῦ Thuc. в соответствии с обстоятельствами;<br /><b class="num">2)</b> praep. [[cum]] dat. (только поэт); 2.1) среди, между, в числе, у (ἢ μ. [[Τρώεσσι]] ὁμιλέοι ἢ μ. Ἀχαιοῖς Hom.): μ. ἄλλων λαῷ Aesch. вместе с другими; ὃς θεὸς [[ἔσκε]] μ. ἀνδράσιν Hom. (Гектор) был как бог среди мужей; [[ἀλλά]] τοι [[ἔντεα]] μ. Τρώεσσιν ἔχονται Hom. но твои доспехи у троянцев; μ. Ἀχαιῶν νηυσίν Hom. среди (у, вблизи) ахейских кораблей; [[τοῦτο]] μ. ἀθανάτοισι [[τέκμωρ]] Hom. это - порука для (у) богов; 2.2) среди, в (μ. φρεσί Hom.): μ. πνοιῇς ἀνέμοιο Hom. с дыханием ветра, по ветру; μεθ᾽ αἵματι καὶ κονίῃσι Hom. в крови и в прахе; μ. κύμασι Hes. в волнах; μ. γένυσσιν и μ. γαμφηλῇσιν Hom. в челюстях; μ. [[χερσί]] Hes., Soph.; в руках;<br /><b class="num">3)</b> praep. [[cum]] acc.; 3.1) вслед за, после (μεθ᾽ ἅμαξαν ἔρχεσθαι Hom.): [[κάλλιστος]] μ. Πηλείωνα Hom. самый красивый после Пелиона; ποταμὸς [[μέγιστος]] μ. Ἴστρον Her. самая длинная после Истра река; [[ἔπειτα]] μεθ᾽ Ἓκτορα Hom. тотчас же после Гектора; μ. τοῦτον τὸν χρόνον, μ. [[τοῦτο]] и μ. [[ταῦτα]] Thuc., Xen. etc. после этого, вслед за этим; μ. [[μικρόν]] Luc. немного спустя; μ. τὸν ἑξέτη Plat. когда он достигнет шестилетнего возраста; κατὰ τὰς μ. τὸν Μῆδον σπονδάς Thuc. на основании договора, (заключенного) после Мидийской войны; μεθ᾽ ἡμέραν Eur. после рассвета, т. е. днем; 3.2) (на вопрос «куда?») по направлению к, в (σφαῖραν ῥίπτειν μ. τινα Hom.): βάλλειν τινὰ μ. ἔριδας καὶ νείκεα Hom. вовлекать кого-л. в раздоры и вражду; [[βῆναι]] μ. τινα Hom. пойти к кому-л. или (напасть) на кого-л.; 3.3) (на вопрос «зачем?») за, для: μεθ᾽ ὕλην Hom. за дровами; [[πλεῖν]] μ. χαλκόν Hom. плыть за медью; μ. πατρὸς ἀκουήν Hom. с целью услышать (что-л.) об отце; πευσόμενος μ. σὸν [[κλέος]] Hom. чтобы разузнать о тебе; πόλεμον [[μέτα]] θωρήσσεσθαι Hom. снаряжаться для боя; 3.4) между, среди: μ. χεῖρας Her. в руках; πᾶσι μ. πληθύν Hom. среди (во) всех собравшихся; μ. ὁμήλικας Hom. среди сверстников. | |||
}} | }} |