Anonymous

μεθαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μεθαρμόζω]] και αττ. τ. [[μεθαρμόττω]])<br />[[μεταβάλλω]], [[αναπροσαρμόζω]], [[μετατρέπω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]], [[ιδίως]] [[προς]] το καλύτερο, [[διορθώνω]], [[επανορθώνω]] («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθαρμόζομαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]] [[κάτι]] νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) προσαρμόζομαι<br />γ) [[συμφωνώ]] («[[πόλις]] ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)<br />δ) <b>μουσ.</b> [[αλλάζω]] ήχο, [[μέλος]] («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῑα μεθαρμοζόμενα», Ιάμ <b>βλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁρμόζω]].
|mltxt=(Α [[μεθαρμόζω]] και αττ. τ. [[μεθαρμόττω]])<br />[[μεταβάλλω]], [[αναπροσαρμόζω]], [[μετατρέπω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]], [[ιδίως]] [[προς]] το καλύτερο, [[διορθώνω]], [[επανορθώνω]] («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθαρμόζομαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]] [[κάτι]] νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) προσαρμόζομαι<br />γ) [[συμφωνώ]] («[[πόλις]] ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)<br />δ) <b>μουσ.</b> [[αλλάζω]] ήχο, [[μέλος]] («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῑα μεθαρμοζόμενα», Ιάμ <b>βλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁρμόζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεθαρμόζω:''' μεταγεν. Αττ. -όττω, μέλ. <i>-όσω</i>, [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[διορθώνω]], σε Σοφ. — Μέσ. αόρ. αʹ <i>μεθηρμοσάμην</i>, με Παθ. παρακ. <i>-ήρμοσμαι</i>, προσαρμόζομαι, <i>μεθάρμοσαι νέους τρόπους</i>, [[υιοθετώ]] [[νέες]] συνήθειες, σε Αισχύλ.· <i>μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον</i>, σε Ευρ.
}}
}}