Anonymous

μεταιτέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />demander une part : τινός, de qch ; mendier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[αἰτέω]].
|btext=-ῶ :<br />demander une part : τινός, de qch ; mendier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[αἰτέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζητώ το μερίδιό μου από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν [[μέρος]] τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ [[παρά]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζητιανεύω]], ζητώ [[ελεημοσύνη]], με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[επαιτώ]], ζητώ με [[επιμονή]], σε Λουκ.
}}
}}